ἀκρόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(a) |
(6_22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0085.png Seite 85]] ἡ, Vorderarm, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0085.png Seite 85]] ἡ, Vorderarm, Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀκρόχειρ''': χειρος, ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἄκρα]] [[χείρ]], ὅ ἐ. τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ [[κάτω]] [[μέρος]], ενῷ ἡ [[λέξις]] χεὶρ περιλαμβάνει καὶ τὸν βραχίονα, Γαλην. παρὰ Πτολεμ. καὶ [[ἀκρόχειρον]], τό, πρβλ. [[ἀκρόπους]]. Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀκρόχειρ]], [[ἀνδροφόνος]].» | |||
}} | }} |
Revision as of 10:23, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 85] ἡ, Vorderarm, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόχειρ: χειρος, ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἄκρα χείρ, ὅ ἐ. τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ κάτω μέρος, ενῷ ἡ λέξις χεὶρ περιλαμβάνει καὶ τὸν βραχίονα, Γαλην. παρὰ Πτολεμ. καὶ ἀκρόχειρον, τό, πρβλ. ἀκρόπους. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀκρόχειρ, ἀνδροφόνος.»