μετάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(13_4)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] (s. [[κεῖμαι]]), anderswo liegen, als perf. zu [[μετατίθημι]], versetzt sein an eine andere Stelle, εἴ τι πρόσκειται [[γράμμα]] ἢ μετάκειται, Plat. Crat. 394 b; Arist. part. an. 2, 17, öfter; bei den Rhett. u. Sp. = sich geändert haben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] (s. [[κεῖμαι]]), anderswo liegen, als perf. zu [[μετατίθημι]], versetzt sein an eine andere Stelle, εἴ τι πρόσκειται [[γράμμα]] ἢ μετάκειται, Plat. Crat. 394 b; Arist. part. an. 2, 17, öfter; bei den Rhett. u. Sp. = sich geändert haben.
}}
{{ls
|lstext='''μετάκειμαι''': μέλλ. -κείσομαι, ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[μετατίθημι]], μετατίθεμαι, Πλάτ. Κρατ. 394Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 11, Διον. Ἁλ. 2. 14. 2) ἐν τῇ ῥητορικῇ ἐπὶ μεταφορῶν, μετατίθεμαι ἔκ τινος πράγματος εἰς [[ἄλλο]], εἰσάγομαι, «ἐγέλα που [[ῥόδον]] ἡδύχρουν, ἥ τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, [[πάνυ]] μετάκειται ἀπρεπῶς» Δημήτρ. Φαληρ. 188 (ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 84).
}}
}}

Revision as of 10:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάκειμαι Medium diacritics: μετάκειμαι Low diacritics: μετάκειμαι Capitals: ΜΕΤΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: metákeimai Transliteration B: metakeimai Transliteration C: metakeimai Beta Code: meta/keimai

English (LSJ)

fut. -κείσομαι, used as Pass. of μετατίθημι,

   A to be transposed, Pl.Cra.394b, Arist.PA660b31; to be changed, μετάκειται τὸ ἔθος D.H.2.14, cf. Str.3.4.20.    2 ἡ μεταφορὰ μετάκειται ἀπρεπῶς the metaphor is in bad taste, Demetr.Eloc.188.

German (Pape)

[Seite 147] (s. κεῖμαι), anderswo liegen, als perf. zu μετατίθημι, versetzt sein an eine andere Stelle, εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται, Plat. Crat. 394 b; Arist. part. an. 2, 17, öfter; bei den Rhett. u. Sp. = sich geändert haben.

Greek (Liddell-Scott)

μετάκειμαι: μέλλ. -κείσομαι, ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ μετατίθημι, μετατίθεμαι, Πλάτ. Κρατ. 394Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 11, Διον. Ἁλ. 2. 14. 2) ἐν τῇ ῥητορικῇ ἐπὶ μεταφορῶν, μετατίθεμαι ἔκ τινος πράγματος εἰς ἄλλο, εἰσάγομαι, «ἐγέλα που ῥόδον ἡδύχρουν, ἥ τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, πάνυ μετάκειται ἀπρεπῶς» Δημήτρ. Φαληρ. 188 (ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 84).