βραχύπορος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(13_1)
 
(6_16)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴσπλους Plut. Mar. 15; [[ὄρνις]], nicht weit fliegend, Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴσπλους Plut. Mar. 15; [[ὄρνις]], nicht weit fliegend, Philostr.
}}
{{ls
|lstext='''βρᾰχύπορος''': -ον, βραχὺ ἔχων πέρασμα, Πλάτ. Πολ. 546A· οἱ βρ. ὄρνιθες, ὁ μὴ ἱπτάμενος [[μακράν]], βραχεῖαν ἔχων πτῆσιν, Φιλόστρ. 134· -ῥῆμ. –πορέω, [[κάμνω]] βραχεῖαν ὁδόν, [[διαβαίνω]] μικρὸν πέρασμα, Εὐστ. Πονημάτ. 274. 94. 2) ὁ ἔχων βραχὺ πέρασμα, σύντομον [[ἄνοιγμα]], εἴσπλους Πλούτ. Μαρ. 15.
}}
}}

Revision as of 10:25, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴσπλους Plut. Mar. 15; ὄρνις, nicht weit fliegend, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύπορος: -ον, βραχὺ ἔχων πέρασμα, Πλάτ. Πολ. 546A· οἱ βρ. ὄρνιθες, ὁ μὴ ἱπτάμενος μακράν, βραχεῖαν ἔχων πτῆσιν, Φιλόστρ. 134· -ῥῆμ. –πορέω, κάμνω βραχεῖαν ὁδόν, διαβαίνω μικρὸν πέρασμα, Εὐστ. Πονημάτ. 274. 94. 2) ὁ ἔχων βραχὺ πέρασμα, σύντομον ἄνοιγμα, εἴσπλους Πλούτ. Μαρ. 15.