ἐκλείχω: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(b)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0767.png Seite 767]] aus-, auflecken, LXX., Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0767.png Seite 767]] aus-, auflecken, LXX., Medic.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκλείχω''': [[λείχω]] ἔκ τινος, [[ἀπολείχω]], ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον [[μέλι]] ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· [[κατατρώγω]], [[καταβιβρώσκω]], «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, [[ὡσεὶ]] ἐκλείξαι ὁ [[μόσχος]] τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς [[ἐκλεικτόν]], ἐκλειχομένη κυάθου [[πλῆθος]] [[μετὰ]] μέλιτος Διοσκ. 1. 94., 3, 44.
}}
}}

Revision as of 10:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλείχω Medium diacritics: ἐκλείχω Low diacritics: εκλείχω Capitals: ΕΚΛΕΙΧΩ
Transliteration A: ekleíchō Transliteration B: ekleichō Transliteration C: ekleicho Beta Code: e)klei/xw

English (LSJ)

   A lick up, of taking honey, Hp.Acut.56, cf.Ph.1.458,527: —Pass., to be taken as an ἐκλεικτόν, Dsc.1.72,2.158.

German (Pape)

[Seite 767] aus-, auflecken, LXX., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλείχω: λείχω ἔκ τινος, ἀπολείχω, ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον μέλι ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· κατατρώγω, καταβιβρώσκω, «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, ὡσεὶ ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς ἐκλεικτόν, ἐκλειχομένη κυάθου πλῆθος μετὰ μέλιτος Διοσκ. 1. 94., 3, 44.