προσπασσαλεύω: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(13_5) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0776.png Seite 776]] att. -τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ [[οἰκία]] τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προσπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0776.png Seite 776]] att. -τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ [[οἰκία]] τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προσπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσπᾰσσαλεύω''': Ἀττικ. προσπαττ-, ὡς τὸ [[προσηλόω]], καρφώνω, στερεῶς προσηλώνω, σε τῷδε τῷ πάγῳ Αἰσχύλ. Πρ. 20˙ ἐμβάδια πρὸς τὸ [[μέτωπον]] Ἀριστοφ. Πλ. 943˙ ― παρ’ Ἡροδ. 9. 120, τἀνάπαλιν, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ἐξυπ. αὐτῷ), ἂν καὶ θὰ ἐπροτίμα τις νὰ ἀναγνώσῃ: σανίδι ἢ πρὸς σανίδα, πρβλ. 7. 33. ― Παθητ., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6˙ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας... προσπεπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 3˙ μεταφορ., [[ἀχανής]], προσπεπατταλευμένος, [[ἄφωνος]], προσηλωμένος εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], [[ἀκίνητος]], Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25. ΙΙ. καρφώνω ἢ ἀναρτῶ εἰς πάσσαλον, τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 5 August 2017
English (LSJ)
Att. προσπαττ-,
A nail fast to, σε τῷδε . . πάγῳ A.Pr.20; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ Ar.Pl.943; but in Hdt.9.120, σανίδα (or σανίδας) προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) (nisi leg. σανίδι):—Pass., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Men.535.1; τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας . . προσπεπ. Luc.DMar.14.3: metaph., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος fixed to the spot, Hegesipp.Com.1.25. II nail up or hang upon a peg, τὸν τρίποδα Hdt.1.144:—Pass., Cratin.164.
German (Pape)
[Seite 776] att. -τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ οἰκία τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προσπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσπᾰσσαλεύω: Ἀττικ. προσπαττ-, ὡς τὸ προσηλόω, καρφώνω, στερεῶς προσηλώνω, σε τῷδε τῷ πάγῳ Αἰσχύλ. Πρ. 20˙ ἐμβάδια πρὸς τὸ μέτωπον Ἀριστοφ. Πλ. 943˙ ― παρ’ Ἡροδ. 9. 120, τἀνάπαλιν, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ἐξυπ. αὐτῷ), ἂν καὶ θὰ ἐπροτίμα τις νὰ ἀναγνώσῃ: σανίδι ἢ πρὸς σανίδα, πρβλ. 7. 33. ― Παθητ., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6˙ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας... προσπεπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 3˙ μεταφορ., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος, προσηλωμένος εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, ἀκίνητος, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25. ΙΙ. καρφώνω ἢ ἀναρτῶ εἰς πάσσαλον, τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21.