ἀνάστημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(13_1)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] τό, Erhöhung, Höhe, z. B. eines Berges, D. Sic. 2, 14 oft; βασιλικόν, königliche Majestät, Diod. S. 19, 92.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] τό, Erhöhung, Höhe, z. B. eines Berges, D. Sic. 2, 14 oft; βασιλικόν, königliche Majestät, Diod. S. 19, 92.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάστημα''': -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) [[ὕψος]], [[μέγεθος]], ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) [[ἀνέγερσις]] οἰκοδομήματος, [[οἰκοδόμημα]], Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς [[τύπος]] ἀνάστᾰμα.
}}
}}

Revision as of 10:29, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάστημα Medium diacritics: ἀνάστημα Low diacritics: ανάστημα Capitals: ΑΝΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: anástēma Transliteration B: anastēma Transliteration C: anastima Beta Code: a)na/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀνίσταμαι)

   A height, Thphr.HP9.9.5; of animals, D.S.5.17(pl.); τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. J.AJ2.9.6; ἀ. βασιλικόν royal majesty, D.S.19.92; ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (prob.l.); ἡ ψυχὴ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2(prob.).    2 protuberance, prominence, Simp.in Cael.480.15.    3 high ground, in pl., Str.2.3.2, D.S. 2.14, etc.    4 erection, building, Epict.Gnom.62(pl.): metaph., structure, φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10.    5 eruption, φλυκταινῶν Lyd.Ost.35:—also ἀνάστεμα, LXX Ju.9.10.al.

German (Pape)

[Seite 209] τό, Erhöhung, Höhe, z. B. eines Berges, D. Sic. 2, 14 oft; βασιλικόν, königliche Majestät, Diod. S. 19, 92.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστημα: -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) ὕψος, μέγεθος, ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) ἀνέγερσις οἰκοδομήματος, οἰκοδόμημα, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς τύπος ἀνάστᾰμα.