διαβύω: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(4) |
(6_22) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diabu/w | |Beta Code=diabu/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">thrust through</b>, ἐς τὸ στόμα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Superf.</span>5</span>:—Med. (from δια-βυνέω), <b class="b3">διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς</b> they <b class="b2">pass</b> arrows <b class="b2">through their</b> left hand, <span class="bibl">Hdt.4.71</span>:—Pass. (from δια-βύνω), <b class="b3">πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται</b> is <b class="b2">passed through</b> the keel, <span class="bibl">Id.2.96</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">thrust through</b>, ἐς τὸ στόμα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Superf.</span>5</span>:—Med. (from δια-βυνέω), <b class="b3">διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς</b> they <b class="b2">pass</b> arrows <b class="b2">through their</b> left hand, <span class="bibl">Hdt.4.71</span>:—Pass. (from δια-βύνω), <b class="b3">πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται</b> is <b class="b2">passed through</b> the keel, <span class="bibl">Id.2.96</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαβύω''': ὠθῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ φράξω, νὰ στουπώσω, Ἱππ. 260. 48. - Μέσ. (ἐκ τοῦ -[[βυνέω]]), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς, διαπερῶσι βέλη διὰ τῆς ἀριστερᾶς των χειρός, Ἡρόδ. 4. 71.- Παθ., [[πηδάλιον]] διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται ([[ἴσως]] -έεται), κατασκευάζεται [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ περᾷ διὰ τῆς τρόπιδος, ὁ αὐτ. 2. 96. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 5 August 2017
English (LSJ)
A thrust through, ἐς τὸ στόμα Hp.Superf.5:—Med. (from δια-βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς they pass arrows through their left hand, Hdt.4.71:—Pass. (from δια-βύνω), πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται is passed through the keel, Id.2.96.
Greek (Liddell-Scott)
διαβύω: ὠθῶ οὕτως ὥστε νὰ φράξω, νὰ στουπώσω, Ἱππ. 260. 48. - Μέσ. (ἐκ τοῦ -βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς, διαπερῶσι βέλη διὰ τῆς ἀριστερᾶς των χειρός, Ἡρόδ. 4. 71.- Παθ., πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται (ἴσως -έεται), κατασκευάζεται οὕτως ὥστε νὰ περᾷ διὰ τῆς τρόπιδος, ὁ αὐτ. 2. 96.