στάλιξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(13_4)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0929.png Seite 929]] ικος, ἡ, dor. statt [[σταλίς]]; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0929.png Seite 929]] ικος, ἡ, dor. statt [[σταλίς]]; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.
}}
{{ls
|lstext='''στάλιξ''': -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, [[στέλλω]]) [[πάσσαλος]] εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[σχαλίς]], Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, [[Πολυδ]]. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141.
}}
}}

Revision as of 10:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλιξ Medium diacritics: στάλιξ Low diacritics: στάλιξ Capitals: ΣΤΑΛΙΞ
Transliteration A: stálix Transliteration B: stalix Transliteration C: staliks Beta Code: sta/lic

English (LSJ)

[ᾰ], ῐκος, ἡ, (στέλλω)

   A stake to which nets are fastened, Theoc.Ep.3, AP6.109 (Antip.), Plu.Pel.8, Tryph.222, etc.; distd. from σχαλίς, Opp.C.1.151,157, Poll.5.19,31, 10.141.

German (Pape)

[Seite 929] ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.

Greek (Liddell-Scott)

στάλιξ: -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, στέλλω) πάσσαλος εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ σχαλίς, Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, Πολυδ. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141.