ἀϊδής: Difference between revisions
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
(b) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0051.png Seite 51]] ές, unsichtbar, ποιεῖν Hes. Sc. 477. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0051.png Seite 51]] ές, unsichtbar, ποιεῖν Hes. Sc. 477. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀϊδής''': -ές, (α στερ. Fιδεῖν), ὁ μὴ ὁρῶν, [[τυφλός]], [[παῖς]] [[ἀϊδής]]· οὗ[τος] [[ὕπαρ]] ὑπὸ κυνὸς τῶν κατὰ τὸ ἱερὸν θ[εραπ]ευόμενος τοὺς ὀπτίλους ὑ[γιή]ς ἀπῆλθε, [IV], Ἐπιγρ. Ἐπιδ. 3339125. Ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ παρὰ Βακχυλ., [[δυσμενέων]] δ’ [[ἀϊδής]], Ἀποσπ. 70. Ἐν Ἡσ. Ἀσπίδι [[Ἡρακλ]]. 477, εὕρηται μ. παθ. ἐνν. τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ’ ἀϊδὲς ποίησεν Ἄναυρος, δηλ. ἀφανές, ἀμαυρόν. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἀ- priv., Ϝιδεῖν)
A unseen, Hes.Sc.477, Pl.Phd.79a, al.; secret, γλῶσσα B.12.209. II Act., blind, IG4.951.125 (Epid.), dub. in Thgn.1310.
German (Pape)
[Seite 51] ές, unsichtbar, ποιεῖν Hes. Sc. 477.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊδής: -ές, (α στερ. Fιδεῖν), ὁ μὴ ὁρῶν, τυφλός, παῖς ἀϊδής· οὗ[τος] ὕπαρ ὑπὸ κυνὸς τῶν κατὰ τὸ ἱερὸν θ[εραπ]ευόμενος τοὺς ὀπτίλους ὑ[γιή]ς ἀπῆλθε, [IV], Ἐπιγρ. Ἐπιδ. 3339125. Ἡ λέξις ἀπαντᾷ παρὰ Βακχυλ., δυσμενέων δ’ ἀϊδής, Ἀποσπ. 70. Ἐν Ἡσ. Ἀσπίδι Ἡρακλ. 477, εὕρηται μ. παθ. ἐνν. τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ’ ἀϊδὲς ποίησεν Ἄναυρος, δηλ. ἀφανές, ἀμαυρόν.