Παρνασός: Difference between revisions
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
(9) |
(6_23) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*parnaso/s | |Beta Code=*parnaso/s | ||
|Definition=Ion. Παρνησός, ὁ, <span class="title">Parnassus</span>, <span class="bibl">Od.19.432</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>269</span>, etc. : —also Παρνασσός, <span class="bibl">Th.3.95</span>, Philod. Scarph.<span class="bibl">23</span> (prob.), <span class="bibl">Aristonous 1.41</span>, Hdn. Gr.<span class="bibl">1.209</span> : Adj. Παρνάσιος [ᾱ], α, ον (also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span> 1244</span> (lyr.)), <span class="title">Parnassian</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>10.8</span>, <span class="bibl">Limen.22</span>, etc. : also Παρνήσσιος, <span class="title">IG</span>22.1258.24 (iv B. C.); fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ion. Παρνησιάς E.<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">lon</b> 86 (anap.) ; also Παρνασσίς, ίδος, <span class="title">Pae.Delph.</span>4 ; Παρνησίς, <span class="bibl">A. <span class="title">Ch.</span>563</span>.</span> | |Definition=Ion. Παρνησός, ὁ, <span class="title">Parnassus</span>, <span class="bibl">Od.19.432</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>269</span>, etc. : —also Παρνασσός, <span class="bibl">Th.3.95</span>, Philod. Scarph.<span class="bibl">23</span> (prob.), <span class="bibl">Aristonous 1.41</span>, Hdn. Gr.<span class="bibl">1.209</span> : Adj. Παρνάσιος [ᾱ], α, ον (also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span> 1244</span> (lyr.)), <span class="title">Parnassian</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>10.8</span>, <span class="bibl">Limen.22</span>, etc. : also Παρνήσσιος, <span class="title">IG</span>22.1258.24 (iv B. C.); fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ion. Παρνησιάς E.<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">lon</b> 86 (anap.) ; also Παρνασσίς, ίδος, <span class="title">Pae.Delph.</span>4 ; Παρνησίς, <span class="bibl">A. <span class="title">Ch.</span>563</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Παρνᾱσός''': Ἰων. Παρνησός, ὁ, [[ὄρος]] τῆς Φωκίδος, Ὀδ. Τ. 432. Ὕμν. Ἀπόλλ. 269, κτλ.˙ μεταγεν. συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες ὅτι ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] μακρὰ ἔγραφον Παρνασσός, τὸν δὲ τύπον τοῦ˙ τὸν εἰσήγαγον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰς τὸ κείμενον τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, ἀλλὰ περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Κόντος σημειοῦται τὰ ἑξῆς: «περὶ τοῦ ὀνόματος Παρνασσὸς παρατηροῦμεν ὅτι τῆς διὰ δύο ΣΣ ἐκφορᾶς [[αὐτοῦ]] μαρτύρια ὑπάρχουσι τὸ τοῦ Ἀρκαδίου (76, 24) «καὶ τὸ Παρνασσὸς δύο σσ ἔχον» καὶ τὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ «πρόκειται ἀπὸ κλίσεως διὰ τὸ μαζὸς μαζοῦ καὶ Παρνασσὸς Παρνασσοῦ˙ [[ἐνταῦθα]] γὰρ ἀπὸ τῆς εὐθείας ἐστὶ τὸ Ζ καὶ τὰ δύο ΣΣ»˙ ὁ Εύστάθιος λέγει «ἡ δὲ διὰ τῶν δύο ΣΣ γραφὴ τοῦ Παρνασσοῦ κατήργηται παρὰ τοῖς [[ὕστερον]]». Ἐν δὲ τῷ Παρίῳ Μαρμάρῳ κεῖται «Δευκαλίων παρὰ τὸν Παρνασσὸν ἐν Λυκωρείῳ ἐβασίλευσε». Πολλάκις ἐν ταῖς Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς ἀπαντᾷ τὸ [[ὄνομα]] Παρνάσσιος, Παρνασσίου. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφῇ Δηλίᾳ κατακεχωρισμένῃ ἐν τῷ Ἀθηναίῳ εὑρίσκεται «Διοφάντου τοῦ Παρνάσου Κηφισέως, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] γενικὴ τοῦ προσώπου δηλωτικοῦ ὀνόματος Πάρνασος». Κόντου Γλωσσ. Παρατ. (ἐν τῷ Προλόγῳ) θ’, πρβλ. Meisterh.2 σ. 75. ― ἐπίθ., Παρνάσιος, α, ον, ([[ὡσαύτως]] ος, ον), Παρνάσιον κορυφὰν Εὐρ. Ι. Τ. 1244), ὁ ἐκ τοῦ Παρνασοῦ, Πινδ. Π. 10. 42, κτλ.˙ θηλ. παρνᾱσιάς, άδος, Ἰων. παρνησιὰς Εὐρ. Ἴων 86. [[ὡσαύτως]] παρνησίς, ίδος, Αἰσχύλ. Χο. 563. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. Παρνησός, ὁ, Parnassus, Od.19.432, h.Ap.269, etc. : —also Παρνασσός, Th.3.95, Philod. Scarph.23 (prob.), Aristonous 1.41, Hdn. Gr.1.209 : Adj. Παρνάσιος [ᾱ], α, ον (also ος, ον E.IT 1244 (lyr.)), Parnassian, Pi.P.10.8, Limen.22, etc. : also Παρνήσσιος, IG22.1258.24 (iv B. C.); fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ion. Παρνησιάς E.
A lon 86 (anap.) ; also Παρνασσίς, ίδος, Pae.Delph.4 ; Παρνησίς, A. Ch.563.
Greek (Liddell-Scott)
Παρνᾱσός: Ἰων. Παρνησός, ὁ, ὄρος τῆς Φωκίδος, Ὀδ. Τ. 432. Ὕμν. Ἀπόλλ. 269, κτλ.˙ μεταγεν. συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες ὅτι ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρὰ ἔγραφον Παρνασσός, τὸν δὲ τύπον τοῦ˙ τὸν εἰσήγαγον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰς τὸ κείμενον τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, ἀλλὰ περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Κόντος σημειοῦται τὰ ἑξῆς: «περὶ τοῦ ὀνόματος Παρνασσὸς παρατηροῦμεν ὅτι τῆς διὰ δύο ΣΣ ἐκφορᾶς αὐτοῦ μαρτύρια ὑπάρχουσι τὸ τοῦ Ἀρκαδίου (76, 24) «καὶ τὸ Παρνασσὸς δύο σσ ἔχον» καὶ τὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ «πρόκειται ἀπὸ κλίσεως διὰ τὸ μαζὸς μαζοῦ καὶ Παρνασσὸς Παρνασσοῦ˙ ἐνταῦθα γὰρ ἀπὸ τῆς εὐθείας ἐστὶ τὸ Ζ καὶ τὰ δύο ΣΣ»˙ ὁ Εύστάθιος λέγει «ἡ δὲ διὰ τῶν δύο ΣΣ γραφὴ τοῦ Παρνασσοῦ κατήργηται παρὰ τοῖς ὕστερον». Ἐν δὲ τῷ Παρίῳ Μαρμάρῳ κεῖται «Δευκαλίων παρὰ τὸν Παρνασσὸν ἐν Λυκωρείῳ ἐβασίλευσε». Πολλάκις ἐν ταῖς Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς ἀπαντᾷ τὸ ὄνομα Παρνάσσιος, Παρνασσίου. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφῇ Δηλίᾳ κατακεχωρισμένῃ ἐν τῷ Ἀθηναίῳ εὑρίσκεται «Διοφάντου τοῦ Παρνάσου Κηφισέως, ὅπερ εἶναι γενικὴ τοῦ προσώπου δηλωτικοῦ ὀνόματος Πάρνασος». Κόντου Γλωσσ. Παρατ. (ἐν τῷ Προλόγῳ) θ’, πρβλ. Meisterh.2 σ. 75. ― ἐπίθ., Παρνάσιος, α, ον, (ὡσαύτως ος, ον), Παρνάσιον κορυφὰν Εὐρ. Ι. Τ. 1244), ὁ ἐκ τοῦ Παρνασοῦ, Πινδ. Π. 10. 42, κτλ.˙ θηλ. παρνᾱσιάς, άδος, Ἰων. παρνησιὰς Εὐρ. Ἴων 86. ὡσαύτως παρνησίς, ίδος, Αἰσχύλ. Χο. 563.