θρανεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(13_1) |
(6_1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] über die Gerberbank spannen, gerben, ἡ [[βύρσα]] σου θρανεύσεται Ar. Equ. 369; VLL. erkl. συντρίβομαι, συγκόπτομαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] über die Gerberbank spannen, gerben, ἡ [[βύρσα]] σου θρανεύσεται Ar. Equ. 369; VLL. erkl. συντρίβομαι, συγκόπτομαι. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θρανεύω''': [[ἐκτείνω]], τεντώνω τι ἐπὶ θράνου, [[κυρίως]] ἐπὶ βύρσης ἣν ἐκτείνουσιν ἐπὶ τοῦ βυρσοδεψικοῦ θράνου καὶ κατεργάζονται αὐτήν, ἐν τῷ Παθ. [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. -εύσομαι, ἡ [[βύρσα]] σου θρανεύσεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 369· πρβλ. [[θρανύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 1215] über die Gerberbank spannen, gerben, ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Ar. Equ. 369; VLL. erkl. συντρίβομαι, συγκόπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
θρανεύω: ἐκτείνω, τεντώνω τι ἐπὶ θράνου, κυρίως ἐπὶ βύρσης ἣν ἐκτείνουσιν ἐπὶ τοῦ βυρσοδεψικοῦ θράνου καὶ κατεργάζονται αὐτήν, ἐν τῷ Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -εύσομαι, ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 369· πρβλ. θρανύσσω.