ἡμερεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1165.png Seite 1165]] den Tag zubringen; ἡμερεύοντες ξένοι μακρᾶς κελεύθου, die den Tag hindurch den langen Weg.gewandert sind, Aesch. Ch. 699; ἕκηλα ἡμερεύσομεν, ruhig werden wir den Tag hinbringen, Schol. βιώσομεν, Soph. El. 777; ἡμερεύσαντες ἐν τόπῳ Xen. Hell. 5, 4, 3; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 44, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1165.png Seite 1165]] den Tag zubringen; ἡμερεύοντες ξένοι μακρᾶς κελεύθου, die den Tag hindurch den langen Weg.gewandert sind, Aesch. Ch. 699; ἕκηλα ἡμερεύσομεν, ruhig werden wir den Tag hinbringen, Schol. βιώσομεν, Soph. El. 777; ἡμερεύσαντες ἐν τόπῳ Xen. Hell. 5, 4, 3; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 44, 4.
}}
{{ls
|lstext='''ἡμερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν ἡμέραν, [[διημερεύω]], ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· [[πρός]] πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 ([[ἔνθα]] τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) [[διέρχομαι]] τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - [[οὕτως]] ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.
}}
}}

Revision as of 10:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερεύω Medium diacritics: ἡμερεύω Low diacritics: ημερεύω Capitals: ΗΜΕΡΕΥΩ
Transliteration A: hēmereúō Transliteration B: hēmereuō Transliteration C: imereyo Beta Code: h(mereu/w

English (LSJ)

   A spend the day, ἐν τόπῳ ἐρήμῳ X.HG5.4.3; ἐν τῇ ἀγορᾷ D.44.4; πρὸς πῦρ X.Oec.4.2; ἐν πόνοισιν E.Fr.525 codd.: abs., to travel the whole day, A.Ch.710.    2 pass one's days, ἕκηλα ἡ. S.El.787:—Med., δίαιταν ἥντιν' ἡμερεύεται dub. l. in E.Fr.812.6.    3 work by day, PLond.3.1177.78 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1165] den Tag zubringen; ἡμερεύοντες ξένοι μακρᾶς κελεύθου, die den Tag hindurch den langen Weg.gewandert sind, Aesch. Ch. 699; ἕκηλα ἡμερεύσομεν, ruhig werden wir den Tag hinbringen, Schol. βιώσομεν, Soph. El. 777; ἡμερεύσαντες ἐν τόπῳ Xen. Hell. 5, 4, 3; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 44, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν, διημερεύω, ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· πρός πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 (ἔνθα τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) διέρχομαι τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - οὕτως ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.