συγκαταλύω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(13_3)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] mit od. zugleich auflösen; τὸν δῆμον, die demokratische Verfassung aufheben, Thuc. 8, 68; Lys. 16, 5. 30, 15, – intrans., mit einkehren, Plut. de am. mult. p. 290.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] mit od. zugleich auflösen; τὸν δῆμον, die demokratische Verfassung aufheben, Thuc. 8, 68; Lys. 16, 5. 30, 15, – intrans., mit einkehren, Plut. de am. mult. p. 290.
}}
{{ls
|lstext='''συγκαταλύω''': [[καταλύω]], [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], τὸν δῆμον Θουκ. 8. 68, Ἀνδοκ. 13. 39, Λυσί. 146. 7, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Πλουτ. Πομπ. 67· τελειώνω [[ὁμοῦ]], ἅμα τοῖς ἀγαθοῖς τῆς πόλεως συγκαταλῦσαι τὸν [[ἑαυτοῦ]] βίον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 1. ΙΙ. ἀμεταβ., [[καταλύω]] μετά τινος ἐν τῷ αὐτῷ πανδοκείῳ, [[ὥσπερ]] νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντες [[ἅπαξ]] ἢ συγκαταλύσαντες ἐκ πανδοκείου... φιλίαν συλλέγουσιν Πλούτ. 2. 94Α. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 532.
}}
}}

Revision as of 10:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλύω Medium diacritics: συγκαταλύω Low diacritics: συγκαταλύω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΥΩ
Transliteration A: synkatalýō Transliteration B: synkatalyō Transliteration C: sygkatalyo Beta Code: sugkatalu/w

English (LSJ)

   A help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Th.8.68, And.1.101, Lys.16.5; put down also, κἀκεῖνον Plu.Pomp.67; σ. βίον ἅμα τινί D.H.Isoc.1; help to reduce, πληθώραν Gal.18(1).725; σ. τὴν δύναμιν ἑαυτῷ Id.15.607, cf. 16.598 (Pass.).    II intr., halt or stop for the night together, Plu.2.94a.    2 cease together with, Lib.Or.64.118.

German (Pape)

[Seite 965] mit od. zugleich auflösen; τὸν δῆμον, die demokratische Verfassung aufheben, Thuc. 8, 68; Lys. 16, 5. 30, 15, – intrans., mit einkehren, Plut. de am. mult. p. 290.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλύω: καταλύω, καταστρέφω ὁμοῦ, τὸν δῆμον Θουκ. 8. 68, Ἀνδοκ. 13. 39, Λυσί. 146. 7, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Πλουτ. Πομπ. 67· τελειώνω ὁμοῦ, ἅμα τοῖς ἀγαθοῖς τῆς πόλεως συγκαταλῦσαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 1. ΙΙ. ἀμεταβ., καταλύω μετά τινος ἐν τῷ αὐτῷ πανδοκείῳ, ὥσπερ νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντες ἅπαξ ἢ συγκαταλύσαντες ἐκ πανδοκείου... φιλίαν συλλέγουσιν Πλούτ. 2. 94Α. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 532.