σκύλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(b)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0907.png Seite 907]] τό, poet. für σκῦλον 2, Nic. Al. 270.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0907.png Seite 907]] τό, poet. für σκῦλον 2, Nic. Al. 270.
}}
{{ls
|lstext='''σκύλος''': [ῠ], -εος, τό, δέρμα ζῴου, δορὰ λέοντος, κτλ., τὸ δὲ σκ. ἀνδρὶ καλύπτρη Καλλ. Ἀποσπ. 142, πρβλ. Θεόκρ. 25. 142, Ἀνθ. Π. 6. 35, 165· ὁ ἐξώτερος φλοιὸς καρύου, Νικ. Ἀλεξιφ. 270, Ἡσύχ.· - ἐν Νικ. Θηρ. 422 ἀπαντᾷ ὁ ἑτερόκλ. πληθ. σκύλα. (Ἴδε ἐν λέξ. [[σκῦλον]]).
}}
}}

Revision as of 10:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύλος Medium diacritics: σκύλος Low diacritics: σκύλος Capitals: ΣΚΥΛΟΣ
Transliteration A: skýlos Transliteration B: skylos Transliteration C: skylos Beta Code: sku/los

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό,

   A animal's skin, hide, τὸ δὲ σ. ἀνδρὶ καλύπτρη, of a lion's skin, Call.Fr.142, cf. Theoc.25.142, AP6.35 (Leon.), 165 (Phal.); outer husk of a nut, Nic.Al.270: heterocl. pl. σκύλα Id.Th. 422: σκυλος is f.l. for σκῦτος in Herod.3.68.

German (Pape)

[Seite 907] τό, poet. für σκῦλον 2, Nic. Al. 270.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλος: [ῠ], -εος, τό, δέρμα ζῴου, δορὰ λέοντος, κτλ., τὸ δὲ σκ. ἀνδρὶ καλύπτρη Καλλ. Ἀποσπ. 142, πρβλ. Θεόκρ. 25. 142, Ἀνθ. Π. 6. 35, 165· ὁ ἐξώτερος φλοιὸς καρύου, Νικ. Ἀλεξιφ. 270, Ἡσύχ.· - ἐν Νικ. Θηρ. 422 ἀπαντᾷ ὁ ἑτερόκλ. πληθ. σκύλα. (Ἴδε ἐν λέξ. σκῦλον).