ἐπικουφίζω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0952.png Seite 952]] erleichtern, aufheben; σὺ δὲ πατρὸς πλευρὰς σὺν ἐμοὶ ἐπικούφιζε Soph. Ai. 1390; τὴν νῆα ἐπικουφισθεῖσαν Her. 8, 118; ἡ τιμὴ ἐπικουφίζει τι τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι Xen. Cyr. 1, 6, 25; Freunde erleichtern, unterstützen, Plat. Ep. III, 315 d; τὰς συμφοράς Dem. 23, 70; ermuntern, Xen. Cyr. 7, 1, 18; auch τινός, von Etwas erleichtern, z. B. μόχθου Eur. El. 72; ἐπεκούφισεν αὐτοὺς τοῦ δέους D. Cass. 43, 18. – Im schlimmen Sinne, leichtfertig machen, [[νεότης]] ἐπικουφίζει νόον ἀνδρός, πολλῶν δ' ἐξαίρει θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Theogn. 629.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0952.png Seite 952]] erleichtern, aufheben; σὺ δὲ πατρὸς πλευρὰς σὺν ἐμοὶ ἐπικούφιζε Soph. Ai. 1390; τὴν νῆα ἐπικουφισθεῖσαν Her. 8, 118; ἡ τιμὴ ἐπικουφίζει τι τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι Xen. Cyr. 1, 6, 25; Freunde erleichtern, unterstützen, Plat. Ep. III, 315 d; τὰς συμφοράς Dem. 23, 70; ermuntern, Xen. Cyr. 7, 1, 18; auch τινός, von Etwas erleichtern, z. B. μόχθου Eur. El. 72; ἐπεκούφισεν αὐτοὺς τοῦ δέους D. Cass. 43, 18. – Im schlimmen Sinne, leichtfertig machen, [[νεότης]] ἐπικουφίζει νόον ἀνδρός, πολλῶν δ' ἐξαίρει θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Theogn. 629.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπικουφίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ: ‒ [[ἐλαφρύνω]], ἐπὶ πλοίου ἔχοντος πολὺ [[φορτίον]] ἐν καιρῷ τρικυμίας, τοὺς δὲ (Πέρσας) προσκυνέοντας (τὸν Ξέρξην) ἐκπηδέειν ἐς τὴν θάλασσαν· καὶ τὴν νῆα ἐπικουφισθεῖσαν, οὕτω δὴ ἀποσωθῆναι ἐς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 8. 118· μεταφ., ἐπ. τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι, ἀνακουφίζειν τοὺς κόπους [[αὐτοῦ]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 25· τὰς συμφορὰς Δημ. 643. 11: ‒ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἐλαφρύνω]] ἀπὸ βάρους, μόχθου Εὐρ. Ἠλ. 72· τοῦ δέους Δίων Κ. 43. 18. ΙΙ. [[ὑποβαστάζω]], [[ὑποστηρίζω]], σὺ δὲ πατρός γ᾿... θιγὼν πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ᾿ ἐπικούφιζ᾿ Σοφ. Αἴ. 1411· ἐπικουφίσαντες... τὴν γῆν, καταστήσαντες αὐτὴν ἐλαφρὰν διὰ σκαλίσεως, ἐπισκάψαντες, Ξεν. Οἰκ. 17, 13. 2) μεταφ., προξενῶ ἀνακούφισιν, τῷ μὲν προσώπῳ παραθαρρύνων, ταῖς δὲ ἐλπίσιν ἐπικουφίζων ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 1, 18. β) καθιστῶ τι ἐλαφρόν, πληρῶ ἀέρος, ἥβη καὶ [[νεότης]] ἐπικουφίζει νόον ἀνδρός, πολλῶν δ’ ἐξαίρει θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Θέογν. 629.
}}
}}

Revision as of 10:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικουφίζω Medium diacritics: ἐπικουφίζω Low diacritics: επικουφίζω Capitals: ΕΠΙΚΟΥΦΙΖΩ
Transliteration A: epikouphízō Transliteration B: epikouphizō Transliteration C: epikoufizo Beta Code: e)pikoufi/zw

English (LSJ)

   A lighten a ship by throwing out part of its cargo, Hdt. 8.118 (Pass.): metaph., ἐ. ἡ τιμὴ τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι lightens his labours, X.Cyr.1.6.25; τὰς συμφοράς D.23.70; λειτουργίας IG14.1078a; τὴν ταλαιπωρίαν Jul.adThem.253b: c.gen. rei, relieve of a burden, μόχθου E.El.72; τοῦ δέους D.C.43.18:—Med., ταῖς διὰ τὴν ἀρετὴν ἡδοναῖς τὸν πόνον -ίζομαι LXX 4 Ma.9.31.    II. lift up, support, πατρὸς πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ' ἐπικούφιζ' S.Aj.1411 (anap.); ἐ. τὴν γῆν lift up the soil,X.Oec.17.13.    2. metaph., lift up, encourage, ἐλπίσι Id.Cyr.7.1.18.    b. ἐ. νόον ἀνδρός puff up, in bad sense, Thgn.629.

German (Pape)

[Seite 952] erleichtern, aufheben; σὺ δὲ πατρὸς πλευρὰς σὺν ἐμοὶ ἐπικούφιζε Soph. Ai. 1390; τὴν νῆα ἐπικουφισθεῖσαν Her. 8, 118; ἡ τιμὴ ἐπικουφίζει τι τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι Xen. Cyr. 1, 6, 25; Freunde erleichtern, unterstützen, Plat. Ep. III, 315 d; τὰς συμφοράς Dem. 23, 70; ermuntern, Xen. Cyr. 7, 1, 18; auch τινός, von Etwas erleichtern, z. B. μόχθου Eur. El. 72; ἐπεκούφισεν αὐτοὺς τοῦ δέους D. Cass. 43, 18. – Im schlimmen Sinne, leichtfertig machen, νεότης ἐπικουφίζει νόον ἀνδρός, πολλῶν δ' ἐξαίρει θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Theogn. 629.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικουφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ: ‒ ἐλαφρύνω, ἐπὶ πλοίου ἔχοντος πολὺ φορτίον ἐν καιρῷ τρικυμίας, τοὺς δὲ (Πέρσας) προσκυνέοντας (τὸν Ξέρξην) ἐκπηδέειν ἐς τὴν θάλασσαν· καὶ τὴν νῆα ἐπικουφισθεῖσαν, οὕτω δὴ ἀποσωθῆναι ἐς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 8. 118· μεταφ., ἐπ. τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι, ἀνακουφίζειν τοὺς κόπους αὐτοῦ, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 25· τὰς συμφορὰς Δημ. 643. 11: ‒ ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., ἐλαφρύνω ἀπὸ βάρους, μόχθου Εὐρ. Ἠλ. 72· τοῦ δέους Δίων Κ. 43. 18. ΙΙ. ὑποβαστάζω, ὑποστηρίζω, σὺ δὲ πατρός γ᾿... θιγὼν πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ᾿ ἐπικούφιζ᾿ Σοφ. Αἴ. 1411· ἐπικουφίσαντες... τὴν γῆν, καταστήσαντες αὐτὴν ἐλαφρὰν διὰ σκαλίσεως, ἐπισκάψαντες, Ξεν. Οἰκ. 17, 13. 2) μεταφ., προξενῶ ἀνακούφισιν, τῷ μὲν προσώπῳ παραθαρρύνων, ταῖς δὲ ἐλπίσιν ἐπικουφίζων ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 1, 18. β) καθιστῶ τι ἐλαφρόν, πληρῶ ἀέρος, ἥβη καὶ νεότης ἐπικουφίζει νόον ἀνδρός, πολλῶν δ’ ἐξαίρει θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Θέογν. 629.