προστακτικός: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(13_3) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. [[ἔγκλισις]], der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. [[ἔγκλισις]], der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προστακτικός''': -ή, -όν, ([[προστάσσω]]), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [ἡ [[ψυχή]]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. [[λόγος]] Πλούτ. 2. 1037F· [[βραχυλογία]] ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. [[ἔγκλισις]]) γραμμ.: [[ὡσαύτως]], πρ. ἐκφορὰ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. [[σχῆμα]] Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· [[ὡσαύτως]], τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for commanding, imperative, imperious, τὸ π. [ἡ ψυχή], opp. τὸ ὑπηρετικόν (of the body), Arist.Top.128b19; π. τινῶν Corn.ND16; λόγος Plu.2.1037f; Προστακτικός (sc. λόγος), title of work by Protagoras, D.L.9.55; βραχυλογία Plu.Phoc.5; also of persons, ἄρχων Max.Tyr.13.2 (Sup.). II Gramm., ἡ -κὴ ἔγκλισις the imperative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.20; π. ἐκφορὰ τῶν ῥημάτων ib.69.20; τὸ π. σχῆμα Anon.Fig.24; also τὸ -κόν D.L. 7.66,67, Ps.-Plu.Vit.Hom.53. Adv. -κῶς in the imperative mood, D.H.4.18, Sch.Ar.Av.1163.
German (Pape)
[Seite 780] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. ἔγκλισις, der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77.
Greek (Liddell-Scott)
προστακτικός: -ή, -όν, (προστάσσω), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [ἡ ψυχή], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. λόγος Πλούτ. 2. 1037F· βραχυλογία ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. ἔγκλισις) γραμμ.: ὡσαύτως, πρ. ἐκφορὰ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. σχῆμα Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· ὡσαύτως, τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.