συνεξαίρω: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(13_4) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1015.png Seite 1015]] (s. [[αἴρω]]), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1015.png Seite 1015]] (s. [[αἴρω]]), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνεξαίρω''': [[ὁμοῦ]] [[ἐξαίρω]], ὑψώνω [[κάμνω]] νὰ ὑψωθῇ, συνεξαίροντα μὲν ἐκείνην (δηλ. τὴν θάλασσαν) [[ὥστε]] πλημμυρεῖν Στράβ. 173· συνεξαρθεὶς ὑπό τινων, ὑψωθεὶς ἐν τῷ ἅμα, Πλουτ. Ἀντων. 12. 2) μεταφ., [[συνεξαίρω]] τὴν ἠχώ, συνεργῶ εἰς ἐξέγερεσιν τῆς ἠχοῦς, Φιλόστρ., ἴδε Ἰακώψιον σελ. 321, πρβλ. 219· σ. τὴν φιλοτιμίαν Πλούτ. 2. 819F· τοῦ βασιλέως συνεξαρθέντος τοῖς λόγοις, ἐξαρθεὶς συγχρόνως διὰ τῶν λόγων..., Διόδ. 17. 72· [[πρός]] τι Λουκ. π. Οἴκ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι [[ὁμοῦ]], ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, Στράβ. 51· ― [[ἐξέρχομαι]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ ὁ αὐτ. 760· ἐπὶ ἀποικιῶν, Πολύβ. 12. 5, 8 (τὸ 3. 68, 8 νῦν μετεβλήθη). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 5 August 2017
English (LSJ)
A assist in raising, τὴν θάλατταν Str.3.5.7; raise together, εἰς ὄγκον τοὺς μῦς Gal.6.296:—Pass., to be raised together, τῷ διαφράγματι ib.173; to be swollen at the same time, Id.18(2).268; συνεξαρθεὶς ὑπό τινων being lifted up by the joint effort of . ., Plu.Ant. 12. 2 metaph., σ. τὴν ἠχώ help in calling forth the echo, Philostr. Im.1.18; σ. θρῆνον Hld.7.15; σ. τὴν φιλοτιμίαν Plu.2.819f; help to excite, Luc.Dom.4; συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις excited with the rest by... D.S.17.72. II intr., rise together, of the sea, Str.1.3.5; go out along with, τινι Id.16.2.35; of colonists, Plb.12.5.8. III remove as well, in dissection, Gal.2.699.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. αἴρω), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξαίρω: ὁμοῦ ἐξαίρω, ὑψώνω κάμνω νὰ ὑψωθῇ, συνεξαίροντα μὲν ἐκείνην (δηλ. τὴν θάλασσαν) ὥστε πλημμυρεῖν Στράβ. 173· συνεξαρθεὶς ὑπό τινων, ὑψωθεὶς ἐν τῷ ἅμα, Πλουτ. Ἀντων. 12. 2) μεταφ., συνεξαίρω τὴν ἠχώ, συνεργῶ εἰς ἐξέγερεσιν τῆς ἠχοῦς, Φιλόστρ., ἴδε Ἰακώψιον σελ. 321, πρβλ. 219· σ. τὴν φιλοτιμίαν Πλούτ. 2. 819F· τοῦ βασιλέως συνεξαρθέντος τοῖς λόγοις, ἐξαρθεὶς συγχρόνως διὰ τῶν λόγων..., Διόδ. 17. 72· πρός τι Λουκ. π. Οἴκ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, Στράβ. 51· ― ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ ὁ αὐτ. 760· ἐπὶ ἀποικιῶν, Πολύβ. 12. 5, 8 (τὸ 3. 68, 8 νῦν μετεβλήθη).