πήχυιος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(13_3) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0612.png Seite 612]] auch πήχυος, = Vorigem; [[πήχυιος]] [[χρόνος]], von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0612.png Seite 612]] auch πήχυος, = Vorigem; [[πήχυιος]] [[χρόνος]], von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πήχυιος''': -α, -ον, = [[πηχυαῖος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1207· π. [[χρόνος]] (πρβλ. τὴν Ἀγγλ. φράσιν «but a span») Μίμνερμ. 2· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 494. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[τροπωτήρ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 379, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 671. 8. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:47, 5 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = πηχυαῖος, βόθρος A.R.3.1207 ; π. χρόνος 'but a span', Mimn.2.3 ; ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα projecting for the space of a cubit, A.R.1.379 (wrongly expld. as = τροπωτήρ by EM671.8).
German (Pape)
[Seite 612] auch πήχυος, = Vorigem; πήχυιος χρόνος, von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494.
Greek (Liddell-Scott)
πήχυιος: -α, -ον, = πηχυαῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1207· π. χρόνος (πρβλ. τὴν Ἀγγλ. φράσιν «but a span») Μίμνερμ. 2· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 494. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = τροπωτήρ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 379, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 671. 8.