ἀνύποπτος: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(13_2) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) unverdächtig, Thuc. 3, 43; Xen. Cyr. 5, 3, 11. – 2) ohne Argwohn, τινός, Pol. 8, 92; Plut. Brut. 8 u. öfter. – Adv., Thuc. 1, 146. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) unverdächtig, Thuc. 3, 43; Xen. Cyr. 5, 3, 11. – 2) ohne Argwohn, τινός, Pol. 8, 92; Plut. Brut. 8 u. öfter. – Adv., Thuc. 1, 146. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνύποπτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὑποψίας, ὅ ἐ. 1) παθ., ὅν δὲν ὑποπτεύει τις, Θουκ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.), Ξεν. Κύρ. 5. 3, 11: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] ὑποψίας, χωρὶς νὰ ὑποπτεύηταί τις ὑπ’ ἄλλου, Θουκ. 1. 146, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 120. 2) ἐνεργ., ὁ μηδὲν ὑποπτεύων ἢ ὑπονοῶν τινος Πολύβ. 8. 92, 2: - Ἐπίρρ. ἀνυπόπτως, ἀνυπόπτως ἔχειν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 14. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:51, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without suspicion, i.e., 1 Pass., unsuspected, Th.3.43 (Comp.), X.Cyr.5.3.11; λεηλασίαι unexpected, Arr.Tact.17. 5 Adv. -τως unsuspectedly, Aen.Tact.10.20, al., Men.666. 2 free from risk, κίνησις Sor.1.55; θάνατος Phld.Sto.Herc.339.4. 3 Act., unsuspecting, πράξεως Plb.8.27.2, Plu.Brut.8. Adv. -τως Th. 1.146; ἀ. ἔχειν Arist.Top.156b18; unhesitatingly, Plu.2.614b.
German (Pape)
[Seite 266] 1) unverdächtig, Thuc. 3, 43; Xen. Cyr. 5, 3, 11. – 2) ohne Argwohn, τινός, Pol. 8, 92; Plut. Brut. 8 u. öfter. – Adv., Thuc. 1, 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύποπτος: -ον, ὁ ἄνευ ὑποψίας, ὅ ἐ. 1) παθ., ὅν δὲν ὑποπτεύει τις, Θουκ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.), Ξεν. Κύρ. 5. 3, 11: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ὑποψίας, χωρὶς νὰ ὑποπτεύηταί τις ὑπ’ ἄλλου, Θουκ. 1. 146, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 120. 2) ἐνεργ., ὁ μηδὲν ὑποπτεύων ἢ ὑπονοῶν τινος Πολύβ. 8. 92, 2: - Ἐπίρρ. ἀνυπόπτως, ἀνυπόπτως ἔχειν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 14.