πίσσα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(13_5)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] ἡ, att. -ττα, <b class="b2">Pech</b>, hartes u. flüssiges, auch<b class="b2"> Theer</b>; μελάντερον ήΰτε [[πίσσα]], Il. 4, 277, wie wir »pechschwarz« sagen, Aesch. frg. 175; u. in Prosa, Thuc. u. Folgde, [[ἄρτι]] μῦς πίττης γεύεται, Dem. 50, 26, sprichwörtlich, nun kommen die Nachwehen; vgl. Diogen. 2, 64. ἐπὶ τῶν νεωστὶ πεῖραν, τῶν κακῶν λαμβανόντων, Theocr. 11. 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] ἡ, att. -ττα, <b class="b2">Pech</b>, hartes u. flüssiges, auch<b class="b2"> Theer</b>; μελάντερον ήΰτε [[πίσσα]], Il. 4, 277, wie wir »pechschwarz« sagen, Aesch. frg. 175; u. in Prosa, Thuc. u. Folgde, [[ἄρτι]] μῦς πίττης γεύεται, Dem. 50, 26, sprichwörtlich, nun kommen die Nachwehen; vgl. Diogen. 2, 64. ἐπὶ τῶν νεωστὶ πεῖραν, τῶν κακῶν λαμβανόντων, Theocr. 11. 51.
}}
{{ls
|lstext='''πίσσᾰ''': Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[πεύκη]]), ὡς καὶ νῦν, [[πίσσα]] Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἐκαλεῖτο καὶ [[ὑγρά]], Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ [[παλίμπισσα]], [[αὐτόθι]] 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε [[πίσσα]] (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.
}}
}}

Revision as of 10:52, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσσᾰ Medium diacritics: πίσσα Low diacritics: πίσσα Capitals: ΠΙΣΣΑ
Transliteration A: píssa Transliteration B: pissa Transliteration C: pissa Beta Code: pi/ssa

English (LSJ)

Att. πίττᾰ, ἡ,

   A pitch, Il.4.277, Hdt.4.195, Call.Hec.1.4.4, etc.: gen. pl. written πισᾶν IG42(1).102.278 (Epid., iv B. C.); but sg. πίσσας ib.238,240: distd. as π. ὠμή and ἑψηθεῖσα, Thphr.HP3.9.2, cf. Plb.5.89.6, Hp.Mul.1.37; π. ὑγρά raw pitch, Dsc.1.72.1, PLond. 3.1171.11; opp. ξηρά, Dsc.1.72.5, PLond.3.929.66, SIG1171.14 (Lebena), cf. παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης, = πίσσανθος, Hp.Ulc.12: prov., μελάντερον ἠΰτε πίσσα Il.l.c.; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i.e. he has got the first taste of misery, D.50.26, cf. Theoc.14.51; πέπονθα . . ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς Herod.2.62.    II resin, used for treating winejars, PCair.Zen.481 (iii B. C.). (Cf. Lat. pix.)

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, att. -ττα, Pech, hartes u. flüssiges, auch Theer; μελάντερον ήΰτε πίσσα, Il. 4, 277, wie wir »pechschwarz« sagen, Aesch. frg. 175; u. in Prosa, Thuc. u. Folgde, ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, Dem. 50, 26, sprichwörtlich, nun kommen die Nachwehen; vgl. Diogen. 2, 64. ἐπὶ τῶν νεωστὶ πεῖραν, τῶν κακῶν λαμβανόντων, Theocr. 11. 51.

Greek (Liddell-Scott)

πίσσᾰ: Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. πεύκη), ὡς καὶ νῦν, πίσσα Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ πίσσα ἐκαλεῖτο καὶ ὑγρά, Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ παλίμπισσα, αὐτόθι 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε πίσσα (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.