φρενόω: Difference between revisions
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
(13_3) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] klug machen, zurechtweisen, belehren; Aesch. prom. 335 Ag. 1156; Soph. Trach. 52 Ant. 730; Eur. Ion 526 u. öfter; Xen. Mem. 4, 1,5, εἴς τι 2, 6, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] klug machen, zurechtweisen, belehren; Aesch. prom. 335 Ag. 1156; Soph. Trach. 52 Ant. 730; Eur. Ion 526 u. öfter; Xen. Mem. 4, 1,5, εἴς τι 2, 6, 1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φρενόω''': μέλλ. -ώσω, (φρὴν) βάλλω φρένας εἴς τινα, ποιῶ αὐτὸν φρόνιμον, [[σωφρονίζω]], [[διδάσκω]], τινα Αἰσχύλ. Πρ. 335, Σοφ. Ἀντ. 754, Τραχ. 52, Εὐρ. Ἴων 526· φρενώσω δ’ οὐκέτ’ ἐξ αἰνιγμάτων, δηλ. θὰ διδάξω οὐχὶ πλέον δι’ αἰνιγμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1183 ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. ἐν Ἀπομν. 4. 1, 5· φρ. τινὰ εἴς τι [[αὐτόθι]] 2. 6, 1. ― Παθ., πεφρενωμένος Λουκ. Λεξιφάν. 19. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ὑψηλοφρονῶ, εἶμαι [[ὑπερήφανος]], Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 4), Βαβρ. 101. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 85. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 5 August 2017
English (LSJ)
(φρήν)
A make wise, instruct, inform, τινα A.Pr.337, S. Ant.754, Tr.52, E.Ion526 (troch.); φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων, i.e. will teach plainly, A.Ag.1183; poet. Verb, used by X.Mem.4.1.5; φ. τινὰ εἴς τι ib.2.6.1:—Pass., Phld.Lib.p.52 O.; πεφρενωμένος Luc. Lex.19; φρενωθῆναι οὐδὲ πρὸς αὐτῆς τῆς Ἀθηνᾶς Jul.Or.7.225b. II Pass., to be high-minded, elated, LXX 2 Ma.11.4, Babr.101.5. III φ. is prob. a late spelling of φρονῶν (v. φρονέω IV fin.) in the phrase ζῶν καὶ φρενῶν.
German (Pape)
[Seite 1304] klug machen, zurechtweisen, belehren; Aesch. prom. 335 Ag. 1156; Soph. Trach. 52 Ant. 730; Eur. Ion 526 u. öfter; Xen. Mem. 4, 1,5, εἴς τι 2, 6, 1.
Greek (Liddell-Scott)
φρενόω: μέλλ. -ώσω, (φρὴν) βάλλω φρένας εἴς τινα, ποιῶ αὐτὸν φρόνιμον, σωφρονίζω, διδάσκω, τινα Αἰσχύλ. Πρ. 335, Σοφ. Ἀντ. 754, Τραχ. 52, Εὐρ. Ἴων 526· φρενώσω δ’ οὐκέτ’ ἐξ αἰνιγμάτων, δηλ. θὰ διδάξω οὐχὶ πλέον δι’ αἰνιγμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1183 ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. ἐν Ἀπομν. 4. 1, 5· φρ. τινὰ εἴς τι αὐτόθι 2. 6, 1. ― Παθ., πεφρενωμένος Λουκ. Λεξιφάν. 19. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ὑψηλοφρονῶ, εἶμαι ὑπερήφανος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 4), Βαβρ. 101. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 85.