Πήγασος: Difference between revisions
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(10) |
(6_6) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*ph/gasos | |Beta Code=*ph/gasos | ||
|Definition=Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, <span class="title">Pegasus</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>281</span>, <span class="bibl">325</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 306</span>, <span class="bibl">Apollod.2.3.2</span>, <span class="bibl">Str.8.6.21</span>, <span class="bibl">Paus.2.4.1</span>, etc. : pl. <b class="b3">Πήγασοι</b>, as a sample of prodigies, pl.<span class="title">Phdr.</span>229d, cf. Cic.<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">Pro Quinct</b>.<span class="bibl">25.80</span>, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>8.72</span>, <span class="bibl">10.136</span> :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>76</span> : fem. Πᾱγᾰσὶς <b class="b3">κράνα</b>, <span class="title">Hippocrene</span>, <span class="bibl">Mosch.3.77</span>, cf. <span class="title">AP</span>11.24 (Antip.).</span> | |Definition=Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, <span class="title">Pegasus</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>281</span>, <span class="bibl">325</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 306</span>, <span class="bibl">Apollod.2.3.2</span>, <span class="bibl">Str.8.6.21</span>, <span class="bibl">Paus.2.4.1</span>, etc. : pl. <b class="b3">Πήγασοι</b>, as a sample of prodigies, pl.<span class="title">Phdr.</span>229d, cf. Cic.<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">Pro Quinct</b>.<span class="bibl">25.80</span>, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>8.72</span>, <span class="bibl">10.136</span> :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>76</span> : fem. Πᾱγᾰσὶς <b class="b3">κράνα</b>, <span class="title">Hippocrene</span>, <span class="bibl">Mosch.3.77</span>, cf. <span class="title">AP</span>11.24 (Antip.).</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Πήγᾰσος''': Δωρ. Πάγασος, ὁ, [[ἵππος]] ἀναπηδήσας ἐκ τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ λαβὼν τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο [[διότι]] ἐγεννήθη περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Ὠκεανοῦ [[ἔνθα]] ὁ Περσεὺς ἔσφαξε τὴν Μέδουσαν, Ἡσ. Θεογ. 281· ἐπ’ [[αὐτοῦ]] ἵππευσεν ὁ Βελλεροφόντης ὅτε ἐφόνευσε τὴν Χίμαιραν, [[αὐτόθι]] 325· οἱ [[μετέπειτα]] ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς ὑπόπτερον, Εὐρ. Ἀποσπ. 308, 309, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 3, 2· καὶ ἔτι [[ὕστερον]] ἐθεωρεῖτο προσφιλὴς ταῖς Μούσαις καὶ ὑπὸ τὴν ὁπλὴν [[αὐτοῦ]] ἀνέβλυσε τὸ [[ὕδωρ]] τῆς Ἱπποκρήνης (ἵππου κρήνης) ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, Στράβ. 379, Παυσ. 2. 1, 4, κτλ.· ― πληθ. Πήγασοι, ὡς [[εἶδος]] τεράτων, Γοργόνων καὶ Πηγάσων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε, κτλ. ― Ὑποκορ. Πηγάσιον, τό, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἐπίθ. θηλ. Πηγασὶς [[κρήνη]], ἡ [[Ἱπποκρήνη]], Μόσχ. 3. 78, Ἀνθ. Π. 11. 24· καὶ παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς Pegasides καλοῦνται αἱ Μοῦσαι, Προπέρτ., κλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, Pegasus, Hes.Th.281, 325, E.Fr. 306, Apollod.2.3.2, Str.8.6.21, Paus.2.4.1, etc. : pl. Πήγασοι, as a sample of prodigies, pl.Phdr.229d, cf. Cic.
A Pro Quinct.25.80, Plin. HN8.72, 10.136 :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν Ar.Pax76 : fem. Πᾱγᾰσὶς κράνα, Hippocrene, Mosch.3.77, cf. AP11.24 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
Πήγᾰσος: Δωρ. Πάγασος, ὁ, ἵππος ἀναπηδήσας ἐκ τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ λαβὼν τὸ ὄνομα τοῦτο διότι ἐγεννήθη περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Ὠκεανοῦ ἔνθα ὁ Περσεὺς ἔσφαξε τὴν Μέδουσαν, Ἡσ. Θεογ. 281· ἐπ’ αὐτοῦ ἵππευσεν ὁ Βελλεροφόντης ὅτε ἐφόνευσε τὴν Χίμαιραν, αὐτόθι 325· οἱ μετέπειτα ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς ὑπόπτερον, Εὐρ. Ἀποσπ. 308, 309, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 3, 2· καὶ ἔτι ὕστερον ἐθεωρεῖτο προσφιλὴς ταῖς Μούσαις καὶ ὑπὸ τὴν ὁπλὴν αὐτοῦ ἀνέβλυσε τὸ ὕδωρ τῆς Ἱπποκρήνης (ἵππου κρήνης) ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, Στράβ. 379, Παυσ. 2. 1, 4, κτλ.· ― πληθ. Πήγασοι, ὡς εἶδος τεράτων, Γοργόνων καὶ Πηγάσων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε, κτλ. ― Ὑποκορ. Πηγάσιον, τό, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἐπίθ. θηλ. Πηγασὶς κρήνη, ἡ Ἱπποκρήνη, Μόσχ. 3. 78, Ἀνθ. Π. 11. 24· καὶ παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς Pegasides καλοῦνται αἱ Μοῦσαι, Προπέρτ., κλ.