πλοῦτος: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
(13_6b)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ὁ, <b class="b2">Reichthum</b>, Vermögen, Ueberfluß; Hom. u. Hes. u. Folgde; [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, Il. 1, 171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσι, 16, 596, u. öfter, wie Pind. u. Tragg.; in Prosa: [[οὔτε]] τιμαί, [[οὔτε]] πλοῦτος, Plat. Conv. 178 d; Ggstz [[πενία]], Rep. IV, 451 d u. öfter; im plur.,<b class="b2"> Schätze</b>, Prot. 354 b Gorg. 523 c; Schäf. Dion. comp. p. 365; – c. gen. der Sache, χρυσοῦ, ἀργύρου u. dgl., Her. 2, 121, 1; vgl. Pors. Eur. Med. 542. – S. auch nom. pr. – Die Ableitung der Alten von [[πλέον]] od. π ολὺ [[ἔτος]], gleichsam πλόετος, ein volles, gesegnetes Jahr, ist unrichtig.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ὁ, <b class="b2">Reichthum</b>, Vermögen, Ueberfluß; Hom. u. Hes. u. Folgde; [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, Il. 1, 171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσι, 16, 596, u. öfter, wie Pind. u. Tragg.; in Prosa: [[οὔτε]] τιμαί, [[οὔτε]] πλοῦτος, Plat. Conv. 178 d; Ggstz [[πενία]], Rep. IV, 451 d u. öfter; im plur.,<b class="b2"> Schätze</b>, Prot. 354 b Gorg. 523 c; Schäf. Dion. comp. p. 365; – c. gen. der Sache, χρυσοῦ, ἀργύρου u. dgl., Her. 2, 121, 1; vgl. Pors. Eur. Med. 542. – S. auch nom. pr. – Die Ableitung der Alten von [[πλέον]] od. π ολὺ [[ἔτος]], gleichsam πλόετος, ein volles, gesegnetes Jahr, ist unrichtig.
}}
{{ls
|lstext='''πλοῦτος''': ὁ, (ἴδε πίμπλημι), ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλπ.· [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171· ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Π. 596 (ἴδε ἐν λέξ. ὅλβος) ἀντίθετον τῷ [[πενία]], Πλάτ. Πολ. 421D· πλοῦτον ἀνατρέπειν Ἀνδοκ. 17. 130· ἐν τῷ πληθ., τῶν γὰρ πλούτων ὅδ’ ἄριστος γενναῖον [[λέχος]] εὑρεῖν Εὐρ. παρὰ Στοβ. 65, 411, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Γοργ. 523C, κτλ.· ― [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, ἀργύρου, συνιστάμενος ἐκ χρυσοῦ ἢ ἀργύρου, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 542· ἀργυροῦς καὶ [[χρυσοῦς]] πλ. Πλάτ. Νόμ. 801Β· [[ἀργύριον]] καὶ Δαρεικούς, ἀφανῆ πλοῦτον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γῆ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602· ― πληθ., πλούτοις καὶ πενίαις Πλάτ. Πολ. 618Β· γένη καὶ πλούτους ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 523C. 2) μεταφορ., πλ. πραπίδων Ἐμπεδ. 387· γᾶς πλ. [[ἄβυσσος]], ἐπὶ τῆς γῆς ὅλης, Αἰσχύλ. Θήβ. 950· πλοῦτον εἵματος κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1383· ὁ ἐν τῇ ψυχῇ πλ. Ξεν. Συμπ. 4. 43, πρβλ. 34, κτλ. ΙΙ. ὡς ἀρσ. κύριον [[ὄνομα]], ὁ Πλοῦτος, υἱὸς τῆς Δήμητρος καὶ τοῦ Ἰασίου, [[Δημήτηρ]] μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο, δῖα Θεάων Ἰασίῳ ἥρωϊ μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι Ἡσ. Θ. 969· ὁ μεταγενέστερος [[μῦθος]] παριστάνει αὐτὸν ὡς τυφλόν, Τιμοκρ. 8 Bgk., Ἀριστοφ. Ἀχ. 299, κ. ἀλλ.· καὶ ὁ Ἀντιφάν. λέγει: ὁ δὲ πλ. ἡμᾶς... τυφλοὺς ποιεῖ ἐν Ἀδήλ. 61· πρβλ. [[Πλούτων]].
}}
}}

Revision as of 10:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοῦτος Medium diacritics: πλοῦτος Low diacritics: πλούτος Capitals: ΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: ploûtos Transliteration B: ploutos Transliteration C: ploytos Beta Code: plou=tos

English (LSJ)

ὁ,

   A wealth, riches, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε 16.596; π. ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Pi.O.2.53; opp. πενία, Pl.R.421d; ἀνατετροφέναι πλοῦτον And.1.131: pl., τῶν γὰρ π. ὁδ' ἄριστος treasures, E.Fr.137 (anap.); πλούτοις καὶ πενίαις Pl.R.618b; γένη καὶ πλοῦτοι Id.Grg.523c, cf. Prt.354b, etc.: c. gen. rei, π. ἀργύρου, χρυσοῦ, treasure of silver or gold, Hdt.2.121.ά, Anacreont.34.1; οὔτε ἀργυροῦς π.οὔτε χρυσοῦς Pl.Lg.801b; ἀφανὴς π., opp. γῆ, Ar.Ec.602.    2 metaph., πραπίδων π. Emp.129.2; π. τῆς σοφίας Pl.Euthphr.12a; γᾶς π. ἄβυσσος, of the whole earth, A.Th.948 (lyr.); πλοῦτον εἵματος κακόν Id.Ag.1383; ὁ ἐν τῇ ἐμῇ ψυχῇ π. X.Smp.4.43, cf. 34, etc.    II masc. pr. n. Plutus, god of riches, Hes.Th.969; represented as blind, Timocr.8; ὁ δὲ Π. ἡμᾶς . . τυφλοὺς ποιεῖ Antiph.259:—Hsch. s.v. εὔπλουτον says that π. originally meant wealth in corn. (Prob. from πλέω in an early sense '*flow', '*abound', as φόρτος from φέρω.)
πλοῦτος, εος, τό, = πλοῦτος, ὁ, 2 Ep.Cor.8.2, v.l. in Ep.Rom.9.23, Ep.Col.1.27,2.2.

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Reichthum, Vermögen, Ueberfluß; Hom. u. Hes. u. Folgde; ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, Il. 1, 171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσι, 16, 596, u. öfter, wie Pind. u. Tragg.; in Prosa: οὔτε τιμαί, οὔτε πλοῦτος, Plat. Conv. 178 d; Ggstz πενία, Rep. IV, 451 d u. öfter; im plur., Schätze, Prot. 354 b Gorg. 523 c; Schäf. Dion. comp. p. 365; – c. gen. der Sache, χρυσοῦ, ἀργύρου u. dgl., Her. 2, 121, 1; vgl. Pors. Eur. Med. 542. – S. auch nom. pr. – Die Ableitung der Alten von πλέον od. π ολὺ ἔτος, gleichsam πλόετος, ein volles, gesegnetes Jahr, ist unrichtig.

Greek (Liddell-Scott)

πλοῦτος: ὁ, (ἴδε πίμπλημι), ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλπ.· ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171· ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Π. 596 (ἴδε ἐν λέξ. ὅλβος) ἀντίθετον τῷ πενία, Πλάτ. Πολ. 421D· πλοῦτον ἀνατρέπειν Ἀνδοκ. 17. 130· ἐν τῷ πληθ., τῶν γὰρ πλούτων ὅδ’ ἄριστος γενναῖον λέχος εὑρεῖν Εὐρ. παρὰ Στοβ. 65, 411, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Γοργ. 523C, κτλ.· ― μετὰ γεν. πράγμ., πλοῦτος χρυσοῦ, ἀργύρου, συνιστάμενος ἐκ χρυσοῦ ἢ ἀργύρου, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 542· ἀργυροῦς καὶ χρυσοῦς πλ. Πλάτ. Νόμ. 801Β· ἀργύριον καὶ Δαρεικούς, ἀφανῆ πλοῦτον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γῆ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602· ― πληθ., πλούτοις καὶ πενίαις Πλάτ. Πολ. 618Β· γένη καὶ πλούτους ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 523C. 2) μεταφορ., πλ. πραπίδων Ἐμπεδ. 387· γᾶς πλ. ἄβυσσος, ἐπὶ τῆς γῆς ὅλης, Αἰσχύλ. Θήβ. 950· πλοῦτον εἵματος κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1383· ὁ ἐν τῇ ψυχῇ πλ. Ξεν. Συμπ. 4. 43, πρβλ. 34, κτλ. ΙΙ. ὡς ἀρσ. κύριον ὄνομα, ὁ Πλοῦτος, υἱὸς τῆς Δήμητρος καὶ τοῦ Ἰασίου, Δημήτηρ μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο, δῖα Θεάων Ἰασίῳ ἥρωϊ μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι Ἡσ. Θ. 969· ὁ μεταγενέστερος μῦθος παριστάνει αὐτὸν ὡς τυφλόν, Τιμοκρ. 8 Bgk., Ἀριστοφ. Ἀχ. 299, κ. ἀλλ.· καὶ ὁ Ἀντιφάν. λέγει: ὁ δὲ πλ. ἡμᾶς... τυφλοὺς ποιεῖ ἐν Ἀδήλ. 61· πρβλ. Πλούτων.