ἑρκοθηρικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(c1) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] ή, όν, zur Jagd mit Stellnetzen gehörig, Plat. Soph. 220 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] ή, όν, zur Jagd mit Stellnetzen gehörig, Plat. Soph. 220 c. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἑρκοθηρικός''': -ή, -όν, ([[θήρα]]) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ [[μέρος]] φήσομεν [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ [[αὐτόθι]] 137. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:59, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (θήρα)
A of or for netting or fishing with nets, Pl.Sph.220c :
German (Pape)
[Seite 1031] ή, όν, zur Jagd mit Stellnetzen gehörig, Plat. Soph. 220 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρκοθηρικός: -ή, -όν, (θήρα) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ μέρος φήσομεν εἶναι Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ αὐτόθι 137.