ἀνδραχθής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(c2)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνδραχθής''': -ές, [[ἀνδροβαρής]], «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν [[ἕκαστος]] ἀνδρὸς ἂν εἴη [[ἄχθος]], ὅ ἐστι [[φόρτος]]» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C.
}}
}}

Revision as of 10:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραχθής Medium diacritics: ἀνδραχθής Low diacritics: ανδραχθής Capitals: ΑΝΔΡΑΧΘΗΣ
Transliteration A: andrachthḗs Transliteration B: andrachthēs Transliteration C: andrachthis Beta Code: a)ndraxqh/s

English (LSJ)

ές,

   A loading a man, as much as a man can carry, χερμάδια Od.10.121; βώλακες A.R.3.1334; γόγγροι Eudox. ap. Ath.7.288c.

German (Pape)

[Seite 217] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδραχθής: -ές, ἀνδροβαρής, «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν ἕκαστος ἀνδρὸς ἂν εἴη ἄχθος, ὅ ἐστι φόρτος» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C.