ἀνδροβαρής
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ἀνδροβαρές, = ἀνδραχθής, Eust.1651.9.
Spanish (DGE)
-ές que pesa lo que un hombre soporta λίθοι Eust.1651.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροβᾰρής: -ές, = ἀνδραχθής, Εὐστ. 1651. 9.