δευσοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(13_6a)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0552.png Seite 552]] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., [[βαφή]], dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; [[χρόα]] δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., [[δόξα]] IV, 430 a; [[πονηρία]] Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 [[ἔμμονος]], [[ἀνίατος]] erkl. wird; [[δέος]] Plut. Alex. 74.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0552.png Seite 552]] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., [[βαφή]], dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; [[χρόα]] δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., [[δόξα]] IV, 430 a; [[πονηρία]] Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 [[ἔμμονος]], [[ἀνίατος]] erkl. wird; [[δέος]] Plut. Alex. 74.
}}
{{ls
|lstext='''δευσοποιός''': -όν, ([[δεύω]]) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, [[ἀνεξίτηλος]], ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., [[δόξα]] δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· [[πονηρία]] Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.
}}
}}

Revision as of 11:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευσοποιός Medium diacritics: δευσοποιός Low diacritics: δευσοποιός Capitals: ΔΕΥΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: deusopoiós Transliteration B: deusopoios Transliteration C: defsopoios Beta Code: deusopoio/s

English (LSJ)

όν, (δεύω A)

   A deeply dyed, fast, of colours, δ. γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf.Alex.141.9, D.Chr. 77.4; δ. σπάργανα Diph.72.2; δ. φάρμακα Luc.Im.16; δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA16.1: metaph., δόξα δ. Pl.R.430a; πονηρία Din.2.4; δέος Plu.Alex.74. Adv. -ῶς Simp.in Cat.253.28.    2 title of play by Apollod. Gel., Suid.    3 = βαφεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 552] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., βαφή, dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., δόξα IV, 430 a; πονηρία Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 ἔμμονος, ἀνίατος erkl. wird; δέος Plut. Alex. 74.

Greek (Liddell-Scott)

δευσοποιός: -όν, (δεύω) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, ἀνεξίτηλος, ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ δυσέκνιπτος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., δόξα δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· πονηρία Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.