δηριάομαι: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(4) |
(6_5) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dhria/omai | |Beta Code=dhria/omai | ||
|Definition=(δῆρις) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">contend</b>, <b class="b3">περὶ νεκροῦ δηριάασθαι</b> (v.l. [[δηρίσασθαι]]) <span class="bibl">Il.17.734</span>; <b class="b3">ὥστ' ἀμφ' οὕροισι δὔ ἀνέρε δηριάασθον</b> <b class="b2">wrangle</b> about boundaries, <span class="bibl">12.421</span>: abs., ὅ τ' ἄριστοι . . δηριόωντο <span class="bibl">Od.8.78</span>; οἱ δ' αὐτοὶ δηριαάσθων <span class="bibl">Il.21.467</span>; <b class="b3">δ. τινί</b> <b class="b2">contend with</b> one, <span class="bibl">A.R.4.1729</span>.— Later Act. δηρῐάω, <b class="b2">contest a prize</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.26</span>; δίφροι δηριόωντες <span class="bibl">A.R.1.752</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.230</span>.—From δηρίομαι (used by <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.44</span>) Hom. has aor. 1 Med. δηρίσαντο <span class="bibl">Od.8.76</span>: 3dual aor. 1 Pass. <b class="b3">δηρινθήτην</b> (as if from <b class="b3">δηρίνομαι</b>) <span class="bibl">Il.16.756</span> (later δηρινθῆναι <span class="bibl">A.R.2.16</span>, -θέντες <span class="bibl">Euph.98.3</span>): fut. δηρίσομαι <span class="bibl">Theoc.22.70</span>: also in aor. Act., δηρισάντοιν <span class="bibl">Thgn.995</span>; οὐκ ἅν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς <span class="bibl">Theoc. 25.82</span>, cf. Lyc.1306. [ῐ in pres.; ῑ in fut. and aor.]</span> | |Definition=(δῆρις) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">contend</b>, <b class="b3">περὶ νεκροῦ δηριάασθαι</b> (v.l. [[δηρίσασθαι]]) <span class="bibl">Il.17.734</span>; <b class="b3">ὥστ' ἀμφ' οὕροισι δὔ ἀνέρε δηριάασθον</b> <b class="b2">wrangle</b> about boundaries, <span class="bibl">12.421</span>: abs., ὅ τ' ἄριστοι . . δηριόωντο <span class="bibl">Od.8.78</span>; οἱ δ' αὐτοὶ δηριαάσθων <span class="bibl">Il.21.467</span>; <b class="b3">δ. τινί</b> <b class="b2">contend with</b> one, <span class="bibl">A.R.4.1729</span>.— Later Act. δηρῐάω, <b class="b2">contest a prize</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.26</span>; δίφροι δηριόωντες <span class="bibl">A.R.1.752</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.230</span>.—From δηρίομαι (used by <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.44</span>) Hom. has aor. 1 Med. δηρίσαντο <span class="bibl">Od.8.76</span>: 3dual aor. 1 Pass. <b class="b3">δηρινθήτην</b> (as if from <b class="b3">δηρίνομαι</b>) <span class="bibl">Il.16.756</span> (later δηρινθῆναι <span class="bibl">A.R.2.16</span>, -θέντες <span class="bibl">Euph.98.3</span>): fut. δηρίσομαι <span class="bibl">Theoc.22.70</span>: also in aor. Act., δηρισάντοιν <span class="bibl">Thgn.995</span>; οὐκ ἅν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς <span class="bibl">Theoc. 25.82</span>, cf. Lyc.1306. [ῐ in pres.; ῑ in fut. and aor.]</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δηριάομαι''': ἀποθ. ([[δῆρις]]) [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]], περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (διάφ. γραφ. δηρίσασθαι) Ἰλ. Ρ. 734· ὥστ᾿ ἀμφ᾿ οὔροισι δύ᾿ ἀνέρε δηριάασθον, ἐμάχοντο περὶ τῶν συνόρων, Μ. 421· ἀπολ., ὅτ᾿ ἄριστοι… δηριόωντο Ὀδ. Θ. 78· οἱ δ᾿ αὐτοὶ δηριαάσθων Ἰλ. Φ. 467· δ. τινί, [[μάχομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1729.‒ Τὸ ἐνεργ. δηριάω, ἁμιλλῶμαι περὶ βραβείου, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ᾿ Ὅμηρον ποιηταῖς, δηριῶν Πίνδ. Ν. 11. 34· δηριόωντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 752, πρβλ. Ὀππ. Κ. 1. 230. ‒ Ἐξ ἄλλου τύπου δηρίομαι [ῑ] (ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ο. 13. 63) ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει μέσ. ἀόρ. αʹ δηρίσαντο, Ὀδ. Θ. 76· γʹ δυϊκ. ἀόρ. αʹ παθ. δηρινθήτην (ὡς ἐκ ῥήμ. δηρίνομαι), Ἰλ. Π. 756· καὶ Θεόκρ. μέλλ. δηρίσομαι, 22. 70· ‒ τούτου ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Θεόγν. 995, δηρισάντοιν· ἐν Θεοκρ. 25. 82, οὐκ ἂν τοί τις ἐδήρισεν περὶ [[τιμῆς]], πρβλ. Λυκόφρ. 1306. [ῐ ἐν τῷ ἐνεστ.· ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.] | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 5 August 2017
English (LSJ)
(δῆρις)
A contend, περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (v.l. δηρίσασθαι) Il.17.734; ὥστ' ἀμφ' οὕροισι δὔ ἀνέρε δηριάασθον wrangle about boundaries, 12.421: abs., ὅ τ' ἄριστοι . . δηριόωντο Od.8.78; οἱ δ' αὐτοὶ δηριαάσθων Il.21.467; δ. τινί contend with one, A.R.4.1729.— Later Act. δηρῐάω, contest a prize, Pi.N.11.26; δίφροι δηριόωντες A.R.1.752, cf. Opp.C.1.230.—From δηρίομαι (used by Pi.O.13.44) Hom. has aor. 1 Med. δηρίσαντο Od.8.76: 3dual aor. 1 Pass. δηρινθήτην (as if from δηρίνομαι) Il.16.756 (later δηρινθῆναι A.R.2.16, -θέντες Euph.98.3): fut. δηρίσομαι Theoc.22.70: also in aor. Act., δηρισάντοιν Thgn.995; οὐκ ἅν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς Theoc. 25.82, cf. Lyc.1306. [ῐ in pres.; ῑ in fut. and aor.]
Greek (Liddell-Scott)
δηριάομαι: ἀποθ. (δῆρις) ἀγωνίζομαι, μάχομαι, περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (διάφ. γραφ. δηρίσασθαι) Ἰλ. Ρ. 734· ὥστ᾿ ἀμφ᾿ οὔροισι δύ᾿ ἀνέρε δηριάασθον, ἐμάχοντο περὶ τῶν συνόρων, Μ. 421· ἀπολ., ὅτ᾿ ἄριστοι… δηριόωντο Ὀδ. Θ. 78· οἱ δ᾿ αὐτοὶ δηριαάσθων Ἰλ. Φ. 467· δ. τινί, μάχομαι, ἀγωνίζομαι πρός τινα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1729.‒ Τὸ ἐνεργ. δηριάω, ἁμιλλῶμαι περὶ βραβείου, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ᾿ Ὅμηρον ποιηταῖς, δηριῶν Πίνδ. Ν. 11. 34· δηριόωντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 752, πρβλ. Ὀππ. Κ. 1. 230. ‒ Ἐξ ἄλλου τύπου δηρίομαι [ῑ] (ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ο. 13. 63) ὁ Ὅμηρος ἔχει μέσ. ἀόρ. αʹ δηρίσαντο, Ὀδ. Θ. 76· γʹ δυϊκ. ἀόρ. αʹ παθ. δηρινθήτην (ὡς ἐκ ῥήμ. δηρίνομαι), Ἰλ. Π. 756· καὶ Θεόκρ. μέλλ. δηρίσομαι, 22. 70· ‒ τούτου ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Θεόγν. 995, δηρισάντοιν· ἐν Θεοκρ. 25. 82, οὐκ ἂν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς, πρβλ. Λυκόφρ. 1306. [ῐ ἐν τῷ ἐνεστ.· ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.]