ἑτεροκρανία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
(c2) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] ἡ, Kopfweh an einer Seite des Kopfes, Medic., auch ἑτεροκρανικός, daran leidend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] ἡ, Kopfweh an einer Seite des Kopfes, Medic., auch ἑτεροκρανικός, daran leidend. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἑτεροκρᾱνία''': ἡ, [[πόνος]] κατὰ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς (πρβλ. [[ἡμικρανία]]), Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλ. τ. 3 σ. 263· [[ὡσαύτως]] ἑτερκράνιον, τό, Γαλην. τ. 14 σ. 400, 13· ἐπίθ. ἑτεροκρανικός, ή, όν, ὑποκείμενος εἰς ἑτεροκρανίαν, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 309. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A pain on one side of the head (cf. ἡμικρανία), Archig. ap. Gal.8.94, Aret.CD1.2, etc. (also ἑτερο-κράνιον, τό, Gal.14.400). Adj. ἑτερο-κρᾱνικός, ή, όν, liable to such pain, Antyll. ap. Orib.10.19.1.
German (Pape)
[Seite 1049] ἡ, Kopfweh an einer Seite des Kopfes, Medic., auch ἑτεροκρανικός, daran leidend.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροκρᾱνία: ἡ, πόνος κατὰ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἡμικρανία), Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλ. τ. 3 σ. 263· ὡσαύτως ἑτερκράνιον, τό, Γαλην. τ. 14 σ. 400, 13· ἐπίθ. ἑτεροκρανικός, ή, όν, ὑποκείμενος εἰς ἑτεροκρανίαν, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 309. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.