ἑτεροκρανία

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροκρᾱνία Medium diacritics: ἑτεροκρανία Low diacritics: ετεροκρανία Capitals: ΕΤΕΡΟΚΡΑΝΙΑ
Transliteration A: heterokranía Transliteration B: heterokrania Transliteration C: eterokrania Beta Code: e(terokrani/a

English (LSJ)

ἡ, heterocranea, pain on one side of the head (cf. ἡμικρανία), Archig. ap. Gal.8.94, Aret.CD1.2, etc. (also ἑτεροκράνιον, τό, Gal.14.400). Adj. ἑτεροκρανικός, ή, όν, liable to pain on one side of the head, Antyll. ap. Orib.10.19.1.

German (Pape)

[Seite 1049] ἡ, Kopfweh an einer Seite des Kopfes, Medic., auch ἑτεροκρανικός, daran leidend.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροκρᾱνία: ἡ, πόνος κατὰ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἡμικρανία), Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλ. τ. 3 σ. 263· ὡσαύτως ἑτερκράνιον, τό, Γαλην. τ. 14 σ. 400, 13· ἐπίθ. ἑτεροκρανικός, ή, όν, ὑποκείμενος εἰς ἑτεροκρανίαν, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 309. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.

Greek Monolingual

ἑτεροκρανία, ἡ (Α)
η ημικρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ημικρανία.