ὀρεωκόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
(c2)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] ὁ, = [[ὀρεοκόμος]]; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v. l. für [[ὀρεοκόμος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] ὁ, = [[ὀρεοκόμος]]; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v. l. für [[ὀρεοκόμος]].
}}
{{ls
|lstext='''ὀρεωκόμος''': ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν [[ἤτοι]] θεραπεύων τοὺς ὀρέας [[ἤτοι]] τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται [[ἐσφαλμένως]] [[ὀρεοκόμος]], ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[Πολυδ]]. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ [[τελευταῖος]] [[οὗτος]] μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεωκόμος Medium diacritics: ὀρεωκόμος Low diacritics: ορεωκόμος Capitals: ΟΡΕΩΚΟΜΟΣ
Transliteration A: oreōkómos Transliteration B: oreōkomos Transliteration C: oreokomos Beta Code: o)rewko/mos

English (LSJ)

   A, (ὀρεύς) muleteer, Ar.Th.491,Fr.633,IG22.10B4 (v/iv B. C.), 1673.18 (iv B. C.), Pl.Ly.208b, X.HG5.4.42, Hyp.Lyc.5.—In codd. freq. misspelt ὀρεοκόμος, as in Pl.l.c., Poll.7.183, Hsch. ; the latter also cites a form ὀρειοκόμος, which may be an Ep. spelling of Ορη (ϝ) οκόμος, the older form implied by ὀρεωκόμος.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, = ὀρεοκόμος; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v. l. für ὀρεοκόμος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεωκόμος: ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν ἤτοι θεραπεύων τοὺς ὀρέας ἤτοι τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ἐσφαλμένως ὀρεοκόμος, ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ τελευταῖος οὗτος μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.