ἐμπορικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(13_6b)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch; χρήματα, Güter, die man aus dem Auslande durch Handel bezieht, Ar. Ach. 972; übh. Kaufmannsgüter, Waaren (wie [[φόρτος]], Plut. Lyc. 9 u. a. Sp.); [[τέχνη]] Plat. Euthyphr. 14 e, τὰ ναυκληρικὰ καὶ ἐμπορικά Legg. VIII, 842 d; δίκαι Dem. 33, 2, Processe vor dem Handelsgericht, die schneller abgemacht wurden; νόμοι 35, 3; ἐργασίαι, kaufmännische Geschäfte, D. Sic. 11, 56; [[τάλαντον]], μνᾶ, das Handelstalent, die im Handel übliche Mine (sie verhielten sich zur solonischen Münze wie 138 zu 100, vgl. Böckh Staatshh. II S. 349 ff.), Inscr.; – [[διήγημα]], Kaufmannsnachricht, d. i. unzuverlässige, Pol. 4, 39, 11. – Adv. ἐμπορικῶς, kaufmännisch, Strab. VIII p. 376.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch; χρήματα, Güter, die man aus dem Auslande durch Handel bezieht, Ar. Ach. 972; übh. Kaufmannsgüter, Waaren (wie [[φόρτος]], Plut. Lyc. 9 u. a. Sp.); [[τέχνη]] Plat. Euthyphr. 14 e, τὰ ναυκληρικὰ καὶ ἐμπορικά Legg. VIII, 842 d; δίκαι Dem. 33, 2, Processe vor dem Handelsgericht, die schneller abgemacht wurden; νόμοι 35, 3; ἐργασίαι, kaufmännische Geschäfte, D. Sic. 11, 56; [[τάλαντον]], μνᾶ, das Handelstalent, die im Handel übliche Mine (sie verhielten sich zur solonischen Münze wie 138 zu 100, vgl. Böckh Staatshh. II S. 349 ff.), Inscr.; – [[διήγημα]], Kaufmannsnachricht, d. i. unzuverlässige, Pol. 4, 39, 11. – Adv. ἐμπορικῶς, kaufmännisch, Strab. VIII p. 376.
}}
{{ls
|lstext='''ἐμπορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς [[ἐμπόριον]], ὡς καὶ νῦν, [[οἶκος]] Στησίχ. 78˙ ἐμπ. [[τέχνη]] ἢ ἐμπορικὴ μόνον = [[ἐμπορία]], Πλάτ. Εὐθύφρων 14Ε, Σοφ. 223D, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὰ ἐμπορικὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 842D· ἐμπ. δίκαι (πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5), Δημ. 79. 23, Ἀριστ. Πολ. Ἀθην. σ. 87. 8 (ἔκδ. Blass)˙ κατὰ τοὺς ἐμπ. νόμους Δημ. 924. 11˙ ἐμπ. συμβόλαια ὁ αὐτ. 940. 6˙ τὰ ἐμπ. χρήματα, χρήματα πρὸς ἐμπορίαν, [[αὐτόθι]] 20, ἴδε κατωτ. 2˙ ἡ μνᾶ ἡ ἐμπ., ἡ ἐν τῷ ἐμπορίῳ [[συνήθης]] μνᾶ (ἥτις κατὰ τὸν ὑπολογισμὸν τοῦ Böckh ἔχει λόγον πρὸς τὴν κοινὴν μνᾶν ὡς τὸ 69 πρὸς τὸ 50), Συλλ. Ἐπιγρ. 123, ἴδε σ. 168, §4˙ ἐμπορικόν, τό, ἡ [[τάξις]] τῶν θαλασσινῶν ἐμπόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21. 2) ὁ εἰσαγόμενος [[ἔξωθεν]], [[ξένος]], ἐμπ. χρήματα διεμπολᾶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 974˙ [[φόρτος]] Πλουτ. Λυκοῦργ. 9. 3) ἐμπορικὰ διηγήματα, διηγήματα ταξειδιωτῶν, Πολύβ. 4. 39, 11. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπορικῶς, Στράβ. 376.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπορικός Medium diacritics: ἐμπορικός Low diacritics: εμπορικός Capitals: ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: emporikós Transliteration B: emporikos Transliteration C: emporikos Beta Code: e)mporiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for commerce, mercantile, οἶκος Stesich. 80; ἐ. τέχνη or . alone, = ἐμπορία 1.1, Pl.Euthphr.14e, Sph.223d, al.; ἐ., τά, Id.Lg.842d; ἐ. δίκαι Arist.Ath.59.5, D.7.12; κατὰ τοὺς ἐ. νόμους Id.35.3: ἐ. συμβολαῖα ib.47; τὰ ἐ. Χρήματα money to be used in trade, ib.49; ἡ μνᾶ ἡ ἐ. the mina of commerce, IG22.1013.34 (ii B. C.); ἐμπορικόν, τό, the class of merchant-seamen, Arist.Pol.1291b24; with an aptitude for trade, παῖς Lib.Decl.33.7: Comp. -ώτερος Ptol.Tetr.66: -κοί, οἱ, camp-traders, sutlers, Arr.Tact.2.1.    2 imported, foreign, ἐ. χρήματα διεμπολᾶν Ar.Ach.974; φόρτος Plu. Lyc.9.    3 διήγημα ἐ. a traveller's tale, i. e. a romance, Plb.4.39.11.    II Adv. -κῶς in mercantile fashion, Str.8.6.16.

German (Pape)

[Seite 816] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch; χρήματα, Güter, die man aus dem Auslande durch Handel bezieht, Ar. Ach. 972; übh. Kaufmannsgüter, Waaren (wie φόρτος, Plut. Lyc. 9 u. a. Sp.); τέχνη Plat. Euthyphr. 14 e, τὰ ναυκληρικὰ καὶ ἐμπορικά Legg. VIII, 842 d; δίκαι Dem. 33, 2, Processe vor dem Handelsgericht, die schneller abgemacht wurden; νόμοι 35, 3; ἐργασίαι, kaufmännische Geschäfte, D. Sic. 11, 56; τάλαντον, μνᾶ, das Handelstalent, die im Handel übliche Mine (sie verhielten sich zur solonischen Münze wie 138 zu 100, vgl. Böckh Staatshh. II S. 349 ff.), Inscr.; – διήγημα, Kaufmannsnachricht, d. i. unzuverlässige, Pol. 4, 39, 11. – Adv. ἐμπορικῶς, kaufmännisch, Strab. VIII p. 376.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἐμπόριον, ὡς καὶ νῦν, οἶκος Στησίχ. 78˙ ἐμπ. τέχνη ἢ ἐμπορικὴ μόνον = ἐμπορία, Πλάτ. Εὐθύφρων 14Ε, Σοφ. 223D, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὰ ἐμπορικὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 842D· ἐμπ. δίκαι (πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5), Δημ. 79. 23, Ἀριστ. Πολ. Ἀθην. σ. 87. 8 (ἔκδ. Blass)˙ κατὰ τοὺς ἐμπ. νόμους Δημ. 924. 11˙ ἐμπ. συμβόλαια ὁ αὐτ. 940. 6˙ τὰ ἐμπ. χρήματα, χρήματα πρὸς ἐμπορίαν, αὐτόθι 20, ἴδε κατωτ. 2˙ ἡ μνᾶ ἡ ἐμπ., ἡ ἐν τῷ ἐμπορίῳ συνήθης μνᾶ (ἥτις κατὰ τὸν ὑπολογισμὸν τοῦ Böckh ἔχει λόγον πρὸς τὴν κοινὴν μνᾶν ὡς τὸ 69 πρὸς τὸ 50), Συλλ. Ἐπιγρ. 123, ἴδε σ. 168, §4˙ ἐμπορικόν, τό, ἡ τάξις τῶν θαλασσινῶν ἐμπόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21. 2) ὁ εἰσαγόμενος ἔξωθεν, ξένος, ἐμπ. χρήματα διεμπολᾶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 974˙ φόρτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 9. 3) ἐμπορικὰ διηγήματα, διηγήματα ταξειδιωτῶν, Πολύβ. 4. 39, 11. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπορικῶς, Στράβ. 376.