βαρύτης: Difference between revisions
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0435.png Seite 435]] ητος, ἡ, 1) Schwere, Last, νεῶν Thuc. 7, 62, wie Pol. 1, 51, u. häufiger bei Sp., im Ggstz von [[κουφότης]]. – 2) von der Stimme, die Tiefe, Ggstz [[ὀξύτης]] Plat. Prot. 316 a Phil. 17 c; bei Gramm. die Bezeichnung mit dem gravis, z. B. B. A. 662. – 3) übertr., Lästigkeit, Beschwerlichkeit, Härte, καὶ ἀηδίαι Isocr. 12, 31; καὶ [[ἀναλγησία]], der Thebaner, Dem. 17, 35; φρονήματος, unerträglicher Stolz, Plut. Cat. min. 57; βαρ. ἤθους Fab. 1, Langsamkeit, Festigkeit, wo man [[βραδυτής]] vermuthet. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0435.png Seite 435]] ητος, ἡ, 1) Schwere, Last, νεῶν Thuc. 7, 62, wie Pol. 1, 51, u. häufiger bei Sp., im Ggstz von [[κουφότης]]. – 2) von der Stimme, die Tiefe, Ggstz [[ὀξύτης]] Plat. Prot. 316 a Phil. 17 c; bei Gramm. die Bezeichnung mit dem gravis, z. B. B. A. 662. – 3) übertr., Lästigkeit, Beschwerlichkeit, Härte, καὶ ἀηδίαι Isocr. 12, 31; καὶ [[ἀναλγησία]], der Thebaner, Dem. 17, 35; φρονήματος, unerträglicher Stolz, Plut. Cat. min. 57; βαρ. ἤθους Fab. 1, Langsamkeit, Festigkeit, wo man [[βραδυτής]] vermuthet. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βᾰρύτης''': [ῠ], ητος, ἡ, ([[βαρύς]]) βάρος, [[βαρύτης]], Θουκ. 7. 62· [[βαρύτης]] μέλους, [[ὀκνηρία]], Πλουτ. 2. 978C. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὀχληρία]], [[ἐνόχλησις]], Ἰσοκρ.239Β· δυσαρέσκεια, Δημ. 237. 14, Πλούτ., κτλ.· β. φρονήματος Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 57. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[βαρύτης]], ἀξιοπρέπεια, [[μεγαλοπρέπεια]] (ἴδε βαρὺς ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 17, 4· τοῦ ἤθους Πλούτ. Φαβ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἤχου, [[ἰσχύς]], [[βάθος]] ἤ βάρος τοῦ ἤχου, ἀντίθ. τῷ [[ὀξύτης]], Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 1 κ. ἀλλ.· ―ὁ βαρὺς [[τόνος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὀξύτης]], Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ητος, ἡ, (βαρύς)
A weight, heaviness, νεῶν Th.7.62, cf. Plb.1.51.9; opp. κουφότης, Thphr.HP5.3.1; heaviness of limb, β. ναρκώδης Plu.2.978c; of digestion, ἀπεψία καὶ β. ib.128b. II of men, troublesomeness, importunity, ἀηδίαι καὶ βαρύτητες Isoc.12.31; disagreeableness, D.18.35, Plu.Cor.30, al.; β. φρονήματος Id.Cat.Mi. 57. 2 arrogance, Arist.Rh.1391a28; gravity, τοῦ ἤθους Plu. Fab.I codd. III of sound, depth, low pitch, opp. ὀξύτης, Pl.Prt. 316a, Arist.GA778a19, de An.422b30, Aristox.Harm.p.3M., D.H. Comp.11, etc.; the grave accent, opp. ὀξύτης, Arist.Po.1456b33; absence of accent, A.D.Pron.38.15, al. IV Rhet., adoption of an injured tone, Aps.p.331 H.
German (Pape)
[Seite 435] ητος, ἡ, 1) Schwere, Last, νεῶν Thuc. 7, 62, wie Pol. 1, 51, u. häufiger bei Sp., im Ggstz von κουφότης. – 2) von der Stimme, die Tiefe, Ggstz ὀξύτης Plat. Prot. 316 a Phil. 17 c; bei Gramm. die Bezeichnung mit dem gravis, z. B. B. A. 662. – 3) übertr., Lästigkeit, Beschwerlichkeit, Härte, καὶ ἀηδίαι Isocr. 12, 31; καὶ ἀναλγησία, der Thebaner, Dem. 17, 35; φρονήματος, unerträglicher Stolz, Plut. Cat. min. 57; βαρ. ἤθους Fab. 1, Langsamkeit, Festigkeit, wo man βραδυτής vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύτης: [ῠ], ητος, ἡ, (βαρύς) βάρος, βαρύτης, Θουκ. 7. 62· βαρύτης μέλους, ὀκνηρία, Πλουτ. 2. 978C. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀχληρία, ἐνόχλησις, Ἰσοκρ.239Β· δυσαρέσκεια, Δημ. 237. 14, Πλούτ., κτλ.· β. φρονήματος Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 57. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, βαρύτης, ἀξιοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια (ἴδε βαρὺς ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 17, 4· τοῦ ἤθους Πλούτ. Φαβ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἤχου, ἰσχύς, βάθος ἤ βάρος τοῦ ἤχου, ἀντίθ. τῷ ὀξύτης, Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 1 κ. ἀλλ.· ―ὁ βαρὺς τόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὀξύτης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4.