ἐξαρτίζω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(13_3)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0873.png Seite 873]] vollständig machen, vollenden, Sp.; bes. pass., ἐξήρτιστο, er hatte sich versehen, ausgerüstet, Luc. V. H. 1, 33; ἐξηρτισμένος [[πρός]] τι, bes. auch πλοῖα, ausgerüstet, befrachtet.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0873.png Seite 873]] vollständig machen, vollenden, Sp.; bes. pass., ἐξήρτιστο, er hatte sich versehen, ausgerüstet, Luc. V. H. 1, 33; ἐξηρτισμένος [[πρός]] τι, bes. auch πλοῖα, ausgerüstet, befrachtet.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξαρτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - συμπληρῶ, τελειώνω, ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτῆσαι τὰς ἡμέρας Πράξεις Ἀποστ. κα΄, 5. ΙΙ. τελειώνω [[οἰκοδόμημα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2208· ἐξ. πλοῖα, παρασκευάζειν [[προσηκόντως]], ἐφοπλίζειν, Ἀρρ. Περίπλους Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 11. - Παθ., εἶμαι ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, [[σῖτος]] [[αὐτόθι]] σ. 8· πρὸς πᾶν [[ἔργον]] ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος πρὸς Τιμόθ. Β΄, Ἐπιστ. γ΄, 17: - Μέσ., προμηθεύομαί τι, ἐφοδιάζομαι μέ τι, καὶ τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α, 33.
}}
}}

Revision as of 11:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρτίζω Medium diacritics: ἐξαρτίζω Low diacritics: εξαρτίζω Capitals: ΕΞΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: exartízō Transliteration B: exartizō Transliteration C: eksartizo Beta Code: e)carti/zw

English (LSJ)

   A complete, finish, τὰς ἡμέρας Act.Ap.21.5; finish a building, IG12(2).538 (Mytilene); [βιβλία] POxy.296.7 (i A. D.):—Pass., πόδες (sc. τραπέζης) ἕως τῶν κάτω τελέως -ισμένοι J.AJ3.6.6.    II equip and dispatch, σκάφας εἰς . . Peripl.M.Rubr.33:—Pass., πλοῖα, γένη, ib.19,14; simply, equip, ναῦς -ισμένας D.S.19.77; furnish, supply, Wilcken Chr.176.10 (i A. D.):— Pass., ἐξηρτισμένον ἅπασι completely furnished, PAmh.2.93.8 (ii A. D.); πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος 2 Ep.Ti.3.17: c. acc., provide oneself with, τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Luc.VH1.33.

German (Pape)

[Seite 873] vollständig machen, vollenden, Sp.; bes. pass., ἐξήρτιστο, er hatte sich versehen, ausgerüstet, Luc. V. H. 1, 33; ἐξηρτισμένος πρός τι, bes. auch πλοῖα, ausgerüstet, befrachtet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - συμπληρῶ, τελειώνω, ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτῆσαι τὰς ἡμέρας Πράξεις Ἀποστ. κα΄, 5. ΙΙ. τελειώνω οἰκοδόμημα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2208· ἐξ. πλοῖα, παρασκευάζειν προσηκόντως, ἐφοπλίζειν, Ἀρρ. Περίπλους Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 11. - Παθ., εἶμαι ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, σῖτος αὐτόθι σ. 8· πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος πρὸς Τιμόθ. Β΄, Ἐπιστ. γ΄, 17: - Μέσ., προμηθεύομαί τι, ἐφοδιάζομαι μέ τι, καὶ τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α, 33.