τρόπηξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(c2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1152.png Seite 1152]] ηκος, ὁ, der Rudergriff, das Ruder, VLL., s. [[τράπηξ]], [[τράφηξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1152.png Seite 1152]] ηκος, ὁ, der Rudergriff, das Ruder, VLL., s. [[τράπηξ]], [[τράφηξ]].
}}
{{ls
|lstext='''τρόπηξ''': ηκος, ὁ, ἡ λαβὴ κώπης, [[κώπη]], «[[μέρος]] τῆς κώπης ὁ [[τρόπηξ]], οὗ ἐπιλαμβάνονται οἱ ἐρέσσοντες· [[ὥστε]] ἀπὸ μέρους τὴν κώπην» Ἡσύχ., πρβλ. [[τράπηξ]]. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 214.
}}
}}

Revision as of 11:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόπηξ Medium diacritics: τρόπηξ Low diacritics: τρόπηξ Capitals: ΤΡΟΠΗΞ
Transliteration A: trópēx Transliteration B: tropēx Transliteration C: tropiks Beta Code: tro/phc

English (LSJ)

ηκος, ὁ,

   A the handle of an oar, an oar, Hsch.; cf. τράφηξ.

German (Pape)

[Seite 1152] ηκος, ὁ, der Rudergriff, das Ruder, VLL., s. τράπηξ, τράφηξ.

Greek (Liddell-Scott)

τρόπηξ: ηκος, ὁ, ἡ λαβὴ κώπης, κώπη, «μέρος τῆς κώπης ὁ τρόπηξ, οὗ ἐπιλαμβάνονται οἱ ἐρέσσοντες· ὥστε ἀπὸ μέρους τὴν κώπην» Ἡσύχ., πρβλ. τράπηξ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 214.