μονόγονος: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] u. p. μουνόγονος, allein, einzeln geboren, Opp. Hal. 3, 489, [[κούρη]] μουνογόνη. Vgl. [[μονογενής]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] u. p. μουνόγονος, allein, einzeln geboren, Opp. Hal. 3, 489, [[κούρη]] μουνογόνη. Vgl. [[μονογενής]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονόγονος''': Ἐπικ. μουν-, η, ον, [[μονογενής]], [[κούρη]] μουνογόνη, ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 489· Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ Ἐπιγραφ. ἐν Ussing σ. 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 5 August 2017
English (LSJ)
Ep. μουνό-, η, ον,
A only-born, κούρη μουνογόνη, of Persephone, Opp.H.3.489 codd.; Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ IG9(2).305 (Tricca, ii B. C.); μουνογόναν τὸ ἕν [μανύει] Supp.Epigr.4.634 (Sardes, i B. C.).
German (Pape)
[Seite 202] u. p. μουνόγονος, allein, einzeln geboren, Opp. Hal. 3, 489, κούρη μουνογόνη. Vgl. μονογενής.
Greek (Liddell-Scott)
μονόγονος: Ἐπικ. μουν-, η, ον, μονογενής, κούρη μουνογόνη, ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 489· Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ Ἐπιγραφ. ἐν Ussing σ. 1.