μεγακλεής: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
(c2)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0104.png Seite 104]] ές, hochberühmt, μεγακλέα [[δήνεα]], Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. [[εὐκλεής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0104.png Seite 104]] ές, hochberühmt, μεγακλέα [[δήνεα]], Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. [[εὐκλεής]].
}}
{{ls
|lstext='''μεγακλεής''': -ές, [[λίαν]] [[ἔνδοξος]], κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. [[ὄνομα]] ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.
}}
}}

Revision as of 11:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰκλεής Medium diacritics: μεγακλεής Low diacritics: μεγακλεής Capitals: ΜΕΓΑΚΛΕΗΣ
Transliteration A: megakleḗs Transliteration B: megakleēs Transliteration C: megakleis Beta Code: megakleh/s

English (LSJ)

ές,

   A very famous, acc. (as if from μεγακλής) μεγακλέᾰ Opp.C.2.4.    II parox. Μεγακλέης as pr. n.

German (Pape)

[Seite 104] ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.

Greek (Liddell-Scott)

μεγακλεής: -ές, λίαν ἔνδοξος, κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. ὄνομα ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.