ὑπαγωγή: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] ἡ, 1) das Darunter-, Hinzu-, Hineinführen oder -bringen, Xen. Cyn. 6, 12; – das Anführen, Verlocken, die Täuschung, Dem. 19, 323, wo Bekker ἐπαγωγαί schreibt. – 2) das Abführen und Reinigen des Leibes, τῆς κοιλίας, Purgiren, Diosc. – 3) das Zurückführen, u. intr., der Rückzug, der Abzug, διώξεις καὶ ὑπαγωγαί Thuc. 3, 97.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] ἡ, 1) das Darunter-, Hinzu-, Hineinführen oder -bringen, Xen. Cyn. 6, 12; – das Anführen, Verlocken, die Täuschung, Dem. 19, 323, wo Bekker ἐπαγωγαί schreibt. – 2) das Abführen und Reinigen des Leibes, τῆς κοιλίας, Purgiren, Diosc. – 3) das Zurückführen, u. intr., der Rückzug, der Abzug, διώξεις καὶ ὑπαγωγαί Thuc. 3, 97.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπᾰγωγή''': ἡ, ἡ βαθμιαία [[προσαγωγή]], τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - [[ἀπάτη]], [[πανουργία]], διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, [[Πολυδ]]. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. [[κίνησις]] τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ [[ὑπάγω]] τοῦ ἀμεταβ.), [[ὑποχώρησις]], [[ἀποχώρησις]], Θουκ. 3. 97· - «[[ὑπαγωγή]]: ἡ ταῖς ναυσὶ [[σκέπη]]· καὶ προσόρμησις· [[οἷον]] ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. [[ὑπάγω]] Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206.
}}
}}

Revision as of 11:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰγωγή Medium diacritics: ὑπαγωγή Low diacritics: υπαγωγή Capitals: ΥΠΑΓΩΓΗ
Transliteration A: hypagōgḗ Transliteration B: hypagōgē Transliteration C: ypagogi Beta Code: u(pagwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A leading on gradually, τοῦ κυνηγεσίου X.Cyn.6.12; leading on artfully, D.19.322 (v.l. ἐπ-, pl.), Poll.4.50, Phot.    2 Gramm., introduction, use of a form, A.D. Synt.206.19.    II clearing out or purging of the body downwards, κοιλίας Dsc.3.25; γαστρός Gal.6.278, al.    III (ὑπάγω intr.) retreat, withdrawal, Th.3.97; retreat or haven for ships, Phot.    2 sinking down, squatting (cf. ὑπάγω B. IV), ἐξ ὑπαγωγῆς Arist.HA578b7.    IV irrigation-channel, Sammelb.5126.25 (iii A.D.).    V bringing down of a bandage, Sor.Fasc.32.

German (Pape)

[Seite 1180] ἡ, 1) das Darunter-, Hinzu-, Hineinführen oder -bringen, Xen. Cyn. 6, 12; – das Anführen, Verlocken, die Täuschung, Dem. 19, 323, wo Bekker ἐπαγωγαί schreibt. – 2) das Abführen und Reinigen des Leibes, τῆς κοιλίας, Purgiren, Diosc. – 3) das Zurückführen, u. intr., der Rückzug, der Abzug, διώξεις καὶ ὑπαγωγαί Thuc. 3, 97.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰγωγή: ἡ, ἡ βαθμιαία προσαγωγή, τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - ἀπάτη, πανουργία, διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, Πολυδ. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. κίνησις τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ ὑπάγω τοῦ ἀμεταβ.), ὑποχώρησις, ἀποχώρησις, Θουκ. 3. 97· - «ὑπαγωγή: ἡ ταῖς ναυσὶ σκέπη· καὶ προσόρμησις· οἷον ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. ὑπάγω Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206.