ἡδύπνοος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(13_5)
 
(6_6)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1154.png Seite 1154]] zusgzn -πνους, angenehm wehend; αὖραι Eur. Med. 839; [[χῶρος]] Nici. 7 (IX, 564), angenehm duftend, wie [[μῆλον]] Philp. 20 (VI, 102); στέφανοι Mel. 92 (V, 144); αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend, Poll. 4, 72; – dor. ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung, Soph. El. 480; [[Μοῦσα]], [[φωνή]], Pind. Ol. 13, 21 I. 2, 25, d. i. angenehm tönend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1154.png Seite 1154]] zusgzn -πνους, angenehm wehend; αὖραι Eur. Med. 839; [[χῶρος]] Nici. 7 (IX, 564), angenehm duftend, wie [[μῆλον]] Philp. 20 (VI, 102); στέφανοι Mel. 92 (V, 144); αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend, Poll. 4, 72; – dor. ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung, Soph. El. 480; [[Μοῦσα]], [[φωνή]], Pind. Ol. 13, 21 I. 2, 25, d. i. angenehm tönend.
}}
{{ls
|lstext='''ἡδύπνοος''': Δωρ. ἁδύπν-, ον, συνῃρ. -πνους, ουν, [[ἡδέως]] πνέων, [[εὐάρεστος]], αὖραι Εὐρ. Μηδ. 840· ἐπὶ μουσικοῦ ἤχου, Πίνδ. Ο. 13. 31, Ι. 2. 38· ἐπὶ εὐοιωνίστων ὀνείρων, Σοφ. Ἠλ. 480. 2) [[εὔοσμος]], [[λεπαστὴ]] Τηλεκλείδ. Πρυτ. 2· [[χῶρος]] Ἀνθ. Π. 9. 564· [[κρόκος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 547. Ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις, ἡδύπνοον, ἡδυπνόου, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς τρισύλλ. ἡδύπνουν, -πνου.
}}
}}

Revision as of 11:10, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1154] zusgzn -πνους, angenehm wehend; αὖραι Eur. Med. 839; χῶρος Nici. 7 (IX, 564), angenehm duftend, wie μῆλον Philp. 20 (VI, 102); στέφανοι Mel. 92 (V, 144); αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend, Poll. 4, 72; – dor. ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung, Soph. El. 480; Μοῦσα, φωνή, Pind. Ol. 13, 21 I. 2, 25, d. i. angenehm tönend.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύπνοος: Δωρ. ἁδύπν-, ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ἡδέως πνέων, εὐάρεστος, αὖραι Εὐρ. Μηδ. 840· ἐπὶ μουσικοῦ ἤχου, Πίνδ. Ο. 13. 31, Ι. 2. 38· ἐπὶ εὐοιωνίστων ὀνείρων, Σοφ. Ἠλ. 480. 2) εὔοσμος, λεπαστὴ Τηλεκλείδ. Πρυτ. 2· χῶρος Ἀνθ. Π. 9. 564· κρόκος Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 547. Ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις, ἡδύπνοον, ἡδυπνόου, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς τρισύλλ. ἡδύπνουν, -πνου.