διαιτητικός: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(13_4) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. [[τέχνη]], die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, [[λόγος]] Strab. X p. 461. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. [[τέχνη]], die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, [[λόγος]] Strab. X p. 461. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δῐαιτητικός''': ή όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς δίαιταν, ἡ διαιτητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), κανόνες περὶ ὑγιεινῆς διαίτης, Ἱππ. 405. 42. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς διαιτητήν· [[λόγος]] δ., [[κρίσις]] ὑπὸ διαιτητῶν, Στράβων 461. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for diet: ἡ δ. (sc. τέχνη) dietetics, Hp.Acut.(Sp.)54; τὸ δ. μέρος τῆς ἰατρικῆς Plb.12.25d.3, Gal.Thras. 33; also of persons, δ. ἰατρός ib.24. II (δίαιτα IV) λόγος δ. critical discussion, Str.10.2.24. III -κόν, τό, decision of an arbitrator, PLips.43.5 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 580] 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. τέχνη, die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, λόγος Strab. X p. 461.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαιτητικός: ή όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς δίαιταν, ἡ διαιτητικὴ (ἐνν. τέχνη), κανόνες περὶ ὑγιεινῆς διαίτης, Ἱππ. 405. 42. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς διαιτητήν· λόγος δ., κρίσις ὑπὸ διαιτητῶν, Στράβων 461.