διαιτητικός
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
English (LSJ)
διαιτητική, διαιτητικόν,
A of or for diet: ἡ διαιτητική (sc. τέχνη) dietetics, Hp.Acut.(Sp.)54; τὸ διαιτητικόν μέρος τῆς ἰατρικῆς Plb.12.25d.3, Gal.Thras. 33; also of persons, διαιτητικὸς ἰατρός ib.24.
II (δίαιτα IV) λόγος διαιτητικός critical discussion, Str.10.2.24.
III διαιτητικόν, τό, decision of an arbitrator, PLips.43.5 (iv A.D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 medic. dietético τὸ δ' ἑξῆς (μέρος τῆς ἰατρικῆς) δ. Plb.12.25d.3, διαιτητικὸς ἰατρός = dietista, médico especializado en el régimen alimenticio Gal.5.846, Scrib.Larg.200
•subst. ἡ διαιτητική = la dietética como una parte del tratamiento médico, Hp.Acut.(Sp.) 54, Scrib.Larg.200, D.L.3.85, Cael.Aur.TP 2.12.145, Cels.1 proem.9, tb. τὸ διαιτητικόν: τρίτον ἄλλο μόριον ἰάσεως ... τὸ διαιτητικόν Gal.5.869, Περὶ διαίτης ἢ διαιτητικόν tít. de una obra de Demócrito, D.L.9.48.
2 de arbitraje, arbitral νόμος IG 22.179a.8 (IV a.C.), λόγος διαιτητικός = palabra mediadora Str.10.2.24
•subst. τὸ διαιτητικόν = arbitraje, sentencia arbitral, PLips.43.5 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 580] 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. τέχνη, die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, λόγος Strab. X p. 461.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαιτητικός: ή όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς δίαιταν, ἡ διαιτητικὴ (ἐνν. τέχνη), κανόνες περὶ ὑγιεινῆς διαίτης, Ἱππ. 405. 42. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς διαιτητήν· λόγος δ., κρίσις ὑπὸ διαιτητῶν, Στράβων 461.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαιτητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή
2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή»)
3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική του ανθρώπου»)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η διαιτητική
α) κλάδος της ιατρικής και της υγιεινής που ασχολείται με την προσαρμογή της διατροφής στις ειδικές ανάγκες τών ασθενών
β) ιατρικό σύγγραμμα σχετικό με τη δίαιτα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. διαιτητικόν
κρίση διαιτητή, απόφαση διαιτητή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαιτητικός -ή -όν [διαιτάω] dieet-.