ἰσουργός: Difference between revisions
From LSJ
(a) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] gleichthuend, VLL. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] gleichthuend, VLL. u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰσουργός''': όν (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 5 August 2017
English (LSJ)
όν, (ἔργον)
A doing like things, Phot.
German (Pape)
[Seite 1268] gleichthuend, VLL. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσουργός: όν (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C.