Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄλλοσε: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
(c2)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0106.png Seite 106]] anders wohin, Hom. nur Od. 23, 184. 204; [[ἄλλος]] [[ἄλλοσε]] Aesch. Pers. 351 u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0106.png Seite 106]] anders wohin, Hom. nur Od. 23, 184. 204; [[ἄλλος]] [[ἄλλοσε]] Aesch. Pers. 351 u. sonst.
}}
{{ls
|lstext='''ἄλλοσε''': ἐπίρρ. ([[ἄλλος]]) εἰς ἄλλον τόπον, πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], Ὀδ. Ψ. 184· [[ἄλλος]] [[ἄλλοσε]], εἷς πρὸς ἕν [[μέρος]] καὶ [[ἄλλος]] πρὸς [[ἄλλο]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 359· ἄλλοσ’... [[ὄμμα]], θατέρα δὲ νοῦν ἔχοντα, Σοφ. Τρ. 272: εἰς τὰ ξένα, εἰς ξένας χώρας· [[ἄλλοσε]] ἐκπέμπειν, ἐξάγειν εἰς ξένας χώρας, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 11. ― συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλου ἐπιρρήμ. [[ἄλλοσε]] [[οὐδαμόσε]], πρὸς οὐδένα ἄλλον τόπον, Πλάτ. Κρίτων 52Β· [[ἄλλοσε]] [[πολλαχόσε]], εἰς πολλὰ ἄλλα μέρη· ὁ αὐτ. Φαίδων 113Β· ποῖ [[ἄλλοσε]]; πρὸς ποῖον [[ἄλλο]] [[μέρος]]; ὁ αὐτ. Μενέξ. 241Ε· ἄλλοσέ ποι, εἰς [[ἄλλο]] τι [[μέρος]], ὁ αὐτ. Θεαίτ. 202Ε: ― [[συχνάκις]] καὶ μὲ γεν., ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας, εἰς κανὲν [[ἄλλο]] [[μέρος]] τῆς Σικελίας, Θουκ. 7. 51· [[ἄλλοσε]] τοῦ σώματος, Πλάτ. Νόμ. 841Β: ― ἐν τῇ φράσει [[ἄλλοσε]] [[ὅποι]] ἂν ἀφίκῃ, Πλάτ. Κρίτ. 45Β, δὲν [[εἶναι]] = τῷ ἀλλαχοῦ, ἀλλ’ ἐτέθη ἀντ’ [[αὐτοῦ]] καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ [[ὅποι]].
}}
}}

Revision as of 11:11, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλλοσε Medium diacritics: ἄλλοσε Low diacritics: άλλοσε Capitals: ΑΛΛΟΣΕ
Transliteration A: állose Transliteration B: allose Transliteration C: allose Beta Code: a)/llose

English (LSJ)

Adv.

   A elsewhither, Od.23.184; ἄλλος ἄ. A.Pers.359; ἄ . . . ὄμμα θατέρᾳ δὲ νοῦν ἔχοντα S.Tr.272; to foreign lands, ἄ. ἐκπέμπειν to export, X.HG6.1.11; ἄ. οὐδαμόσε to no other place, Pl.Cri.52b; ἄ. πολλαχόσε to many other places, Id.Mx.241e; ποῖ ἄ.; to what other place? Id.Phd.82a; ἄ. ποι to some other place, Id.Tht.202e: c. gen., ἄ. ποι τῆς Σικελίας to some other part of Sicily, Th.7.51; ἄ. τοῦ σώματος Pl.Lg.841a:—by attraction, = ἀλλαχοῦ, ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ Id.Cri.45b.

German (Pape)

[Seite 106] anders wohin, Hom. nur Od. 23, 184. 204; ἄλλος ἄλλοσε Aesch. Pers. 351 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλοσε: ἐπίρρ. (ἄλλος) εἰς ἄλλον τόπον, πρὸς ἄλλο μέρος, Ὀδ. Ψ. 184· ἄλλος ἄλλοσε, εἷς πρὸς ἕν μέρος καὶ ἄλλος πρὸς ἄλλο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 359· ἄλλοσ’... ὄμμα, θατέρα δὲ νοῦν ἔχοντα, Σοφ. Τρ. 272: εἰς τὰ ξένα, εἰς ξένας χώρας· ἄλλοσε ἐκπέμπειν, ἐξάγειν εἰς ξένας χώρας, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 11. ― συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλου ἐπιρρήμ. ἄλλοσε οὐδαμόσε, πρὸς οὐδένα ἄλλον τόπον, Πλάτ. Κρίτων 52Β· ἄλλοσε πολλαχόσε, εἰς πολλὰ ἄλλα μέρη· ὁ αὐτ. Φαίδων 113Β· ποῖ ἄλλοσε; πρὸς ποῖον ἄλλο μέρος; ὁ αὐτ. Μενέξ. 241Ε· ἄλλοσέ ποι, εἰς ἄλλο τι μέρος, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 202Ε: ― συχνάκις καὶ μὲ γεν., ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας, εἰς κανὲν ἄλλο μέρος τῆς Σικελίας, Θουκ. 7. 51· ἄλλοσε τοῦ σώματος, Πλάτ. Νόμ. 841Β: ― ἐν τῇ φράσει ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ, Πλάτ. Κρίτ. 45Β, δὲν εἶναι = τῷ ἀλλαχοῦ, ἀλλ’ ἐτέθη ἀντ’ αὐτοῦ καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ὅποι.