καθαρτής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(13_4)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]] δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]] δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰθαρτής''': -οῦ, ὁ, ([[καθαίρω]]) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]]…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.
}}
}}

Revision as of 11:11, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρτής Medium diacritics: καθαρτής Low diacritics: καθαρτής Capitals: ΚΑΘΑΡΤΗΣ
Transliteration A: kathartḗs Transliteration B: kathartēs Transliteration C: kathartis Beta Code: kaqarth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A cleanser, purifier, μάγοι καὶ κ. Hp.Morb. Sacr.1, cf. D.Chr.4.89(pl.); σοῦ γὰρ ἔρχομαι . . κ. S.El.70; στρατοῦ κ. Id.Fr.34; τῆς χώρας Ar.V.1043; ποταμῶν Plu.Luc.26; θηρίων, of Heracles, Max.Tyr.21.6: metaph., δοξῶν . . . περὶ ψυχὴν κ. εἶναι Pl.Sph. 231e; as occupational name, IG5(1).209.25 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1282] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρτής: -οῦ, ὁ, (καθαίρω) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ ἔρχομαι…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. εἶναι Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.