Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαφηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(13_6a)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] eine Wanne, Schaale tragend. In Athen hießen die μέτοικοι bes. σκαφηφόροι, nach Harpocr., weil sie bei den Festaufzügen der Panathenäen σκάφαι, Gefäße zum Opfern (s. oben) tragen mußten, wie ihre Frauen und Töchter ὑδρεῖα und σκιάδια (s. ὑδριαφόροι und σκιαδηφόροι). Er führt aus Dinarch. an οἳ ἀντὶ σκαφηφόρων ἔφηβοι εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀναβήσονται, οὐχ ὑμῖν ἔχοντες [[χάριν]] τῆς πολιτείας; Dienst und Benennung galt als schimpflich, weil dies Geschäft sonst nur die Sklaven verrichteten, Böckh Staatshb. II p. 76.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] eine Wanne, Schaale tragend. In Athen hießen die μέτοικοι bes. σκαφηφόροι, nach Harpocr., weil sie bei den Festaufzügen der Panathenäen σκάφαι, Gefäße zum Opfern (s. oben) tragen mußten, wie ihre Frauen und Töchter ὑδρεῖα und σκιάδια (s. ὑδριαφόροι und σκιαδηφόροι). Er führt aus Dinarch. an οἳ ἀντὶ σκαφηφόρων ἔφηβοι εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀναβήσονται, οὐχ ὑμῖν ἔχοντες [[χάριν]] τῆς πολιτείας; Dienst und Benennung galt als schimpflich, weil dies Geschäft sonst nur die Sklaven verrichteten, Böckh Staatshb. II p. 76.
}}
{{ls
|lstext='''σκᾰφηφόρος''': -ον, ὁ φέρων σκάφην (λεκάνην ἢ δίσκον)· - ἐν Ἀθήναις οἱ μέτοικοι [[ἰδίᾳ]] ἐκαλοῦντο σκαφηφόροι, [[ἐπειδὴ]] κατὰ τὴν πομπὴν τῶν Παναθηναίων εἶχον τὸ καθῆκον νὰ φέρωσι λεκάνας ἢ δίσκους (ἴδε [[σκάφη]] Ι ἐν τέλ.) πεπληρωμένους προσφορῶν μέλιτος, πλακούντων, πεμμάτων, κτλ., ὡς αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἐκαλοῦντο ὑδριαφόροι. [[ἐπειδὴ]] ἔφερον ὑδρίας [[χάριν]] τῶν γυναικῶν τῶν πολιτῶν· αἱ δὲ θυγατέρες αὐτῶν ἐκαλοῦντο σκιαδηφόροι, [[ἐπειδὴ]] ἔφερον ἀνθήλια (σκιάδια) [[ὑπὲρ]] τὰς κεφαλάς των, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ., [[Πολυδ]]. Γ΄, 55. Φώτ. - τὰ δὲ καθήκοντα [[ταῦτα]] ἐνομίζοντο δουλικά, ἴδε Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1, Ἐρμάνν. Pol. Ant. § 115. 10. - Ἐντεῦθεν σκαφηφορέω, εἶμαι [[σκαφηφόρος]], Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐν τοῖς Α.Β. 280, σκαφηφορία, ἡ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ μέτοικοι [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο. [[σκάφος]] γὰρ ἔφερον ἐν τοῖς Παναθηναίοις, ἵνα ὡς εὖνοι ἀριθμῶνται μετέχοντες τῶν θυσιῶν».
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφήφορος Medium diacritics: σκαφηφόρος Low diacritics: σκαφηφόρος Capitals: ΣΚΑΦΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: skaphēphóros Transliteration B: skaphēphoros Transliteration C: skafiforos Beta Code: skafh/foros

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A carrier of such trays, Din.Fr.16, Poll.3.55, Phot.

German (Pape)

[Seite 890] eine Wanne, Schaale tragend. In Athen hießen die μέτοικοι bes. σκαφηφόροι, nach Harpocr., weil sie bei den Festaufzügen der Panathenäen σκάφαι, Gefäße zum Opfern (s. oben) tragen mußten, wie ihre Frauen und Töchter ὑδρεῖα und σκιάδια (s. ὑδριαφόροι und σκιαδηφόροι). Er führt aus Dinarch. an οἳ ἀντὶ σκαφηφόρων ἔφηβοι εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀναβήσονται, οὐχ ὑμῖν ἔχοντες χάριν τῆς πολιτείας; Dienst und Benennung galt als schimpflich, weil dies Geschäft sonst nur die Sklaven verrichteten, Böckh Staatshb. II p. 76.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφηφόρος: -ον, ὁ φέρων σκάφην (λεκάνην ἢ δίσκον)· - ἐν Ἀθήναις οἱ μέτοικοι ἰδίᾳ ἐκαλοῦντο σκαφηφόροι, ἐπειδὴ κατὰ τὴν πομπὴν τῶν Παναθηναίων εἶχον τὸ καθῆκον νὰ φέρωσι λεκάνας ἢ δίσκους (ἴδε σκάφη Ι ἐν τέλ.) πεπληρωμένους προσφορῶν μέλιτος, πλακούντων, πεμμάτων, κτλ., ὡς αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἐκαλοῦντο ὑδριαφόροι. ἐπειδὴ ἔφερον ὑδρίας χάριν τῶν γυναικῶν τῶν πολιτῶν· αἱ δὲ θυγατέρες αὐτῶν ἐκαλοῦντο σκιαδηφόροι, ἐπειδὴ ἔφερον ἀνθήλια (σκιάδια) ὑπὲρ τὰς κεφαλάς των, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ., Πολυδ. Γ΄, 55. Φώτ. - τὰ δὲ καθήκοντα ταῦτα ἐνομίζοντο δουλικά, ἴδε Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1, Ἐρμάνν. Pol. Ant. § 115. 10. - Ἐντεῦθεν σκαφηφορέω, εἶμαι σκαφηφόρος, Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐν τοῖς Α.Β. 280, σκαφηφορία, ἡ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ μέτοικοι οὕτως ἐκαλοῦντο. σκάφος γὰρ ἔφερον ἐν τοῖς Παναθηναίοις, ἵνα ὡς εὖνοι ἀριθμῶνται μετέχοντες τῶν θυσιῶν».