ἐπιμηλίς: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(c2) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] ίδος, ἠ, eine Mispelart, Diosc.; eine Birnenart, Ath. III, 82 d XIV, 650 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] ίδος, ἠ, eine Mispelart, Diosc.; eine Birnenart, Ath. III, 82 d XIV, 650 e. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιμηλίς''': -ίδος, ἡ, ([[μῆλον]]) [[εἶδος]] μεσπίλου, «μεσπίλου δὲ καὶ ἕτερόν ἐστιν [[εἶδος]] ἐν Ἰταλίᾳ γεννώμενον, ὃ [[ἔνιοι]] ἐπιμηλίδα καλοῦσιν» Διοσκ. 1. 170· [[εἶδος]] ἀπιδίου, ἐπιμηλὶς δὲ καλεῖται, φησὶ Πάμφιλος, τῶν [[ἀπίων]] τι γένος Ἀθήν. 82D, Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:18, 5 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (μῆλον)
A a kind of medlar, mespilus germanica, Dsc. 1.118; or pear, Pamphil. ap. Ath.3.82d, cf. Hsch. II. = πόρπη, Id.
German (Pape)
[Seite 962] ίδος, ἠ, eine Mispelart, Diosc.; eine Birnenart, Ath. III, 82 d XIV, 650 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον) εἶδος μεσπίλου, «μεσπίλου δὲ καὶ ἕτερόν ἐστιν εἶδος ἐν Ἰταλίᾳ γεννώμενον, ὃ ἔνιοι ἐπιμηλίδα καλοῦσιν» Διοσκ. 1. 170· εἶδος ἀπιδίου, ἐπιμηλὶς δὲ καλεῖται, φησὶ Πάμφιλος, τῶν ἀπίων τι γένος Ἀθήν. 82D, Ἡσύχ.