εὔλυτος: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
(13_6a)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] leicht zu lösen, loszubinden, Xen. Cyn. 6, 12; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig, Arist. Physiogn. 6; [[κοιλία]] Probl. 4, 3, vom Stuhlgang, wie αἱ ὑστέραι, αἱ τῆς κοιλίης διαχωρήσεις, Hippocr.; übertr., στέργηθρα φρενῶν Eur. Hippol. 256, leicht, wie οὐκέθ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen, Xen. Hell. 3, 2, 19; [[ἑρμηνεία]] Alcidam. de Sophist. p. 677, 1 ff.; – κινήσεις, leicht, flink, D. Sic. 3, 22; [[στόμα]] εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu, Theophr. char. 6. – Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend, Hippocr.; Pol. 27, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] leicht zu lösen, loszubinden, Xen. Cyn. 6, 12; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig, Arist. Physiogn. 6; [[κοιλία]] Probl. 4, 3, vom Stuhlgang, wie αἱ ὑστέραι, αἱ τῆς κοιλίης διαχωρήσεις, Hippocr.; übertr., στέργηθρα φρενῶν Eur. Hippol. 256, leicht, wie οὐκέθ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen, Xen. Hell. 3, 2, 19; [[ἑρμηνεία]] Alcidam. de Sophist. p. 677, 1 ff.; – κινήσεις, leicht, flink, D. Sic. 3, 22; [[στόμα]] εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu, Theophr. char. 6. – Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend, Hippocr.; Pol. 27, 9.
}}
{{ls
|lstext='''εὔλῠτος''': -ον, (λύω) εὐκόλως λυόμενος, Ξεν. Κυν. 6. 12. 2) ἐπὶ εὐκοιλιότητος, αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι Ἱππ. Προγν. 43, Ἀριστ. Προβλ. 4. 3. 3) χαλαρῶς συνηρθρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8., 6, 15: ― ἐπὶ προσώπων, [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], Διόδ. 3. 32. 4) μεταφ., εὐκόλως διαλυόμενος, στέργηθρα Εὐρ. Ἱππ. 256· ἐπὶ πολιτικῶν σχέσεων καὶ συνθηκῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19· ἐπὶ προβλημάτων, εὐκόλως λυόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Γεν. 3. 5, 5. 5) μεταφ., [[ὡσαύτως]], [[στόμα]] εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν Θεοφρ. Χαρακτ. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, εὐκόλως, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 190, Πολύβ. 27. 9, 5, κτλ.
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλῠτος Medium diacritics: εὔλυτος Low diacritics: εύλυτος Capitals: ΕΥΛΥΤΟΣ
Transliteration A: eúlytos Transliteration B: eulytos Transliteration C: eylytos Beta Code: eu)/lutos

English (LSJ)

ον, (λύω)

   A easy to untie or loose, X.Cyn.6.12; ὑποδέσεις D.S.15.44; loose, θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐ. Id.3.22.    2 easy to relax, relaxed, διαχωρήσιες Hp.Prog.18, cf. Arist.Pr.876b31.    3 loosely knit, supple, of joints, Id.Phgn.809b26 (Comp.), 811a1; loose, of a machine, Hero Aut.26.3.    4 soluble, easily dissolved, Dsc.5.159; σπλήν friable, Aret.SD1.14; soft, yielding, of the os uteri, Hp.Mul. 2.115: hence metaph., easily dissolved or broken, στέργηθρα E.Hipp. 256 (anap.); of engagements, X.HG5.2.19; of health, Gal.5.443; of problems, easy to solve, Arist.GA755b23, Just.Nov.97.6 Intr.    5 easily released, of the foetus, εὐ. πρὸς τὸν τόκον Hp.Septim.4 (Comp.): so metaph., στόμα εὔ. πρὸς λοιδορίαν Thphr.Char.6.10.    b free from burdens, at ease, Jul.Caes.315b.    II Adv. -τως easily, freely, οὖρα οὐκ εὐ. ἰόντα Hp.Coac.446; εὐ. στρέφεσθαι Hero Aut.18.1; εὐ. [πέλτην] μεταφέρειν D.S.5.34; loosely, ἐναγκυλίζεσθαι Plb.27.11.5.

German (Pape)

[Seite 1079] leicht zu lösen, loszubinden, Xen. Cyn. 6, 12; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig, Arist. Physiogn. 6; κοιλία Probl. 4, 3, vom Stuhlgang, wie αἱ ὑστέραι, αἱ τῆς κοιλίης διαχωρήσεις, Hippocr.; übertr., στέργηθρα φρενῶν Eur. Hippol. 256, leicht, wie οὐκέθ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen, Xen. Hell. 3, 2, 19; ἑρμηνεία Alcidam. de Sophist. p. 677, 1 ff.; – κινήσεις, leicht, flink, D. Sic. 3, 22; στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu, Theophr. char. 6. – Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend, Hippocr.; Pol. 27, 9.

Greek (Liddell-Scott)

εὔλῠτος: -ον, (λύω) εὐκόλως λυόμενος, Ξεν. Κυν. 6. 12. 2) ἐπὶ εὐκοιλιότητος, αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι Ἱππ. Προγν. 43, Ἀριστ. Προβλ. 4. 3. 3) χαλαρῶς συνηρθρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8., 6, 15: ― ἐπὶ προσώπων, εὐκίνητος, ἐλαφρός, Διόδ. 3. 32. 4) μεταφ., εὐκόλως διαλυόμενος, στέργηθρα Εὐρ. Ἱππ. 256· ἐπὶ πολιτικῶν σχέσεων καὶ συνθηκῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19· ἐπὶ προβλημάτων, εὐκόλως λυόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Γεν. 3. 5, 5. 5) μεταφ., ὡσαύτως, στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν Θεοφρ. Χαρακτ. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, εὐκόλως, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 190, Πολύβ. 27. 9, 5, κτλ.