συλληπτικός: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] zusammengenommen, Sp.; bei Gramm. = kollectiv; geeignet zu empfangen, Arist. gen. an. 2, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] zusammengenommen, Sp.; bei Gramm. = kollectiv; geeignet zu empfangen, Arist. gen. an. 2, 8. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συλληπτικός''': -ή, -όν, [[περιληπτικός]], ὀνόματα Εὐστ. 219, ἐν τέλ.· [[περιεκτικός]], Πορφ. Εἰσαγ. 2· σ. [[σχῆμα]] [[σύλληψις]] Ι, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σελ. 666 ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Α. 424, κλπ. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]] ἢ ἱκανὸς εἰς σύλληψιν, συλληπτικὰ τὰ [[θήλεα]] ἐκ τῶν ἀρρένων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ― ὁ συντελῶν εἰς σήλληψιν, συνεργῶν εἰς κυοφορίαν, Ἀέτ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 180. 25. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:18, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A collective, comprehensive, ὀνόματα Eust.219.45; τὸ πάντες συλληπτικόν Sch.Il.1. 424; σ. σχῆμα,= σύλληψις 1.2, Anon.Fig.p.158S. Adv. -κῶς Eustr. in EN74.34: Comp. -ώτερον Eust.5.7. II apt or able to conceive, τὰ θήλεα Arist.GA748a18. b promoting conception, Aët. ap. Phot. Bibl.p.180B. III helpful, assisting, Nicom.Ar.2.19; τὸ σ. Plu.2.486a. IV punctual, in Adv. -κῶς, opp. καθυστερικῶς, Ptol.Phas. p.11 H.
German (Pape)
[Seite 975] zusammengenommen, Sp.; bei Gramm. = kollectiv; geeignet zu empfangen, Arist. gen. an. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συλληπτικός: -ή, -όν, περιληπτικός, ὀνόματα Εὐστ. 219, ἐν τέλ.· περιεκτικός, Πορφ. Εἰσαγ. 2· σ. σχῆμα σύλληψις Ι, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σελ. 666 ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Α. 424, κλπ. ΙΙ. ἐπιτήδειος ἢ ἱκανὸς εἰς σύλληψιν, συλληπτικὰ τὰ θήλεα ἐκ τῶν ἀρρένων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ― ὁ συντελῶν εἰς σήλληψιν, συνεργῶν εἰς κυοφορίαν, Ἀέτ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 180. 25.