ὀρίγανον: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] τό, od. ὀρίγανος, ἡ, ein scharf od. bitter schmeckendes Kraut, origanum, Theophr. u. A. Das fem. hat Ar. Eccl. 1030 u. Cearch. bei Ath. III, 116 d; Ion bei demselben II, 68 c auch ὁ ὀρίγανος. – Ὀρίγανον βλέπειν, aussehen, wie Einer, der Origanum gegessen hat, sauer sehen, Ar. Ran. 602. – [Wegen der Länge des ι findet sich auch [[ὀρείγανον]] geschrieben.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] τό, od. ὀρίγανος, ἡ, ein scharf od. bitter schmeckendes Kraut, origanum, Theophr. u. A. Das fem. hat Ar. Eccl. 1030 u. Cearch. bei Ath. III, 116 d; Ion bei demselben II, 68 c auch ὁ ὀρίγανος. – Ὀρίγανον βλέπειν, aussehen, wie Einer, der Origanum gegessen hat, sauer sehen, Ar. Ran. 602. – [Wegen der Länge des ι findet sich auch [[ὀρείγανον]] geschrieben.]
}}
{{ls
|lstext='''ὀρίγᾰνον''': [ῑ]. τό, [[βοτάνη]] τις πικρὰν ἢ δριμεῖαν γεῦσιν ἔχουσα, κοινῶς «ῥίγανη»· ἦσαν δὲ ταύτης πολλὰ εἴδη, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 630, 50, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1, 4, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 4 - [[ὡσαύτως]], ὀρίγανος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030, Ἀριστ. Προβλ. 20, 22, 3, κ. ἀλλ.· ὀρίγανος, ὁ, Ἴων 5, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φαρμακομάντει» 2, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 630. 49· - [[ὀρίγανον]] βλέπειν, δριμὺ βλέπειν, ὡς τὸ [[νᾶπυ]] βλ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 603. [Οἱ ἀντιγραφεῖς [[συχνάκις]] ἔγραψαν [[ὀρείγανον]].]
}}
}}

Revision as of 11:21, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῑγᾰνον Medium diacritics: ὀρίγανον Low diacritics: ορίγανον Capitals: ΟΡΙΓΑΝΟΝ
Transliteration A: oríganon Transliteration B: origanon Transliteration C: origanon Beta Code: o)ri/ganon

English (LSJ)

τό, Epich.17, Hp. Vict.2.54, Ar.Fr.130, Antiph.222.4, Amips.35, Thphr.HP1.9.4, al. :— also ὀρίγᾰνος, ἡ, Ar.Ec.1030, Arist.Pr.925a29, HA612a25, Thphr. HP6.1.4, al., Clearch. ap. Ath.3.116e, Dsc.3.27, Gal.12.91, cf. 6.668 ; ὀρίγανος, ὁ, Ion Eleg.5, Hp.Epid.5.54, Anaxandr.50:—an acrid herb,

   A ὀ. Ἡρακλεωτική Dsc., Gal. ll. cc. ; = ὀ. λευκή organy, Origanum heracleoticum, Thphr.HP6.2.3 ; ὀ. μέλαινα marjoram, Origanum viride, ibid. ; ὀρίγανον βλέπειν look origanum, i. e. look sour or crabbed, like νᾶπυ βλ., Ar.Ra.603. [In codd. freq. wrongly ὀρείγανον, v. Hdn.Gr.2.410 ; ἐρίγανον PTeb.112 Intr. (ii B. C.).]

German (Pape)

[Seite 377] τό, od. ὀρίγανος, ἡ, ein scharf od. bitter schmeckendes Kraut, origanum, Theophr. u. A. Das fem. hat Ar. Eccl. 1030 u. Cearch. bei Ath. III, 116 d; Ion bei demselben II, 68 c auch ὁ ὀρίγανος. – Ὀρίγανον βλέπειν, aussehen, wie Einer, der Origanum gegessen hat, sauer sehen, Ar. Ran. 602. – [Wegen der Länge des ι findet sich auch ὀρείγανον geschrieben.]

Greek (Liddell-Scott)

ὀρίγᾰνον: [ῑ]. τό, βοτάνη τις πικρὰν ἢ δριμεῖαν γεῦσιν ἔχουσα, κοινῶς «ῥίγανη»· ἦσαν δὲ ταύτης πολλὰ εἴδη, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 630, 50, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1, 4, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 4 - ὡσαύτως, ὀρίγανος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030, Ἀριστ. Προβλ. 20, 22, 3, κ. ἀλλ.· ὀρίγανος, ὁ, Ἴων 5, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φαρμακομάντει» 2, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 630. 49· - ὀρίγανον βλέπειν, δριμὺ βλέπειν, ὡς τὸ νᾶπυ βλ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 603. [Οἱ ἀντιγραφεῖς συχνάκις ἔγραψαν ὀρείγανον.]