ὀχληρός: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(13_5) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ [[ἐπαχθής]], Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. [[ταραχώδης]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ [[ἐπαχθής]], Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. [[ταραχώδης]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀχληρός''': -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, [[ὀχληρός]], Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:21, 5 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A troublesome, irksome, importunate, of persons, Aeschin.1.135, D.Prooem.48; ἴσθ' ὀ. ὢν δόμοις Ar.Ach.460 (parody); ὀ. ἴσθ' ὤν E.Hel.452; τινι to one, Id.Alc.540, Pl.Hp.Ma.295b; of a writer, offensive, D.H.Th.30. 2 of things, troublesome, annoying, Hdt.1.186, Isoc.5.151, etc. Adv. -ρῶς D.H.Dem.15: Comp. -οτέρως, ἔχειν Hp.Epid.1.19, Phld.Mus.p.63K. II turbulent, συμπόται Pl. R.569a.
German (Pape)
[Seite 430] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχθής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχληρός: -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, ὀχληρός, Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α.